Αρχική Κοινωνια ΦΡΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΚΑΤΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

ΦΡΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΚΑΤΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Από antwnio

 

Του Γεωργίου Καραμαδούκη

Ο Αριστοτέλης είναι ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους που
ασχολήθηκαν με θέματα ηθικής φιλοσοφίας. Σημαντικό κομμάτι αυτής υπήρξε η
εξέταση των ηθικών αρετών και της φρόνησης που οδηγούν τους ανθρώπους στην
ευδαιμονία. Στο άρθρο αυτό έχοντας ως οδηγό το έργο του Ηθικά Νικομάχεια θα
αναλύσουμε την έννοια της φρόνησης, αναδεικνύοντας το αντικείμενό της, καθώς και
τις λειτουργίες της. Στην συνέχεια θα προσδιορίσουμε την ηθική αρετή, θα
περιγράψουμε τις προϋποθέσεις απόκτησής της και την σύνδεσή της με την φρόνηση.

ΦΡΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ

Ο Αριστοτέλης αναφέρει πως η φρόνηση είναι μια από τις πέντε έξεις (οι
άλλες τέσσερις είναι η τέχνη, η επιστήμη, η σοφία και η νόηση) μέσω της οποίας η
ψυχή πετυχαίνει την κατάφαση ή την άρνηση ως κάτι αληθές (1139b19-21). Ο
φρόνιμος άνθρωπος είναι εκείνος, ο οποίος σκέφτεται σωστά ποια πράγματα είναι
καλά και ωφέλιμα για αυτόν όσο αφορά την επίτευξη μιας ευδαίμονας ζωής
(1140a26-32).
Η ευδαιμονία όμως, δεν έχει την σημερινή έννοια του όρου, δηλαδή της
καλοπέρασης και του πλούτου. Έχει την έννοια της επίτευξης ενός τελικού σκοπού,
δηλαδή ενός σκοπού που χαρακτηρίζεται για την αυτάρκειά του. Ο άνθρωπος δηλαδή
το επιδιώκει για αυτό που είναι αυτό καθ’ αυτό και όχι ως μέσο για την επίτευξη ενός
άλλου σκοπού.
Η φρόνηση δεν είναι ούτε επιστήμη, αλλά ούτε και τέχνη. Δεν είναι επιστήμη,
διότι αυτή βασίζεται στην απόδειξη και πράγματα αμετάβλητα. Δεν μπορεί να είναι
τέχνη, διότι αυτή ναι μεν έχει αντικείμενο πράγματα μεταβλητά, όπως η φρόνηση,
αλλά η πράξη της φρόνησης διαφέρει από αυτήν της τέχνης ως προς τον σκοπό. Η
φρόνηση είναι για τον Αριστοτέλη μια αληθινή και έλλογη έξη πρακτική των καλών
και των κακών πραγμάτων (1140b1-8). Ωστόσο δηλώνει ότι συνιστά πέρα από έξη
και αρετή, η οποία ανήκει στο δοξαστικό λογικό μέρος της ψυχής, διότι αν ήταν μόνο
έξη θα κινδύνευε να περιπέσει σε λήθη (1140b27-32).
Ως διανοητική λοιπόν αρετή έρχεται να εξυπηρετήσει τις ακόλουθες
λειτουργίες: α) την κατανόηση του τι είναι η ευδαιμονία και τις πράξεις που οδηγούν
σε αυτήν β) την μάθηση των μέσων για να την επίτευξή της γ) την εξασφάλιση της

σωστής αντίληψης για τα γεγονότα και την εύρεση της μεσότητας ως προς τις ηθικές
αρετές δ) την κινητοποίηση του ανθρώπου σε πράξη.
Η φρόνηση δεν είναι ίδια με την φιλοσοφία, καθώς η πρώτη δεν αφορά μόνο
τα «καθόλου», δηλαδή τους γενικότερους σκοπούς, αλλά και τα «καθ’ έκαστον»,
δηλαδή τις ειδικότερες πράξεις και σκοπούς των ανθρώπων (1141b19-23). Για αυτό ο
Αριστοτέλης αποκαλεί τους φιλοσόφους, όπως τον Θαλή μη φρόνιμους, διότι ενώ
κατέχουν θαυμαστές επιστημονικές γνώσεις δεν γνωρίζουν τι είναι καλό για τον
εαυτό τους, αλλά και ευρύτερα για τον άνθρωπο (1141b5-10).
Ωστόσο φρόνιμο δεν είναι κάποιος να ασχολείται μόνο με το καλό των
άλλων. Και εδώ έρχεται ο φιλόσοφος να διαχωρίσει την φρόνηση από την πολιτική.
Οι πολιτικοί χαρακτηρίζονται πολυπράγμονες, ενώ φρόνιμοι είναι όσοι πράττουν το
καλό και το ωφέλιμο για τον εαυτό τους (1142a1-3). Και εδώ όμως, διευκρινίζει ότι
το καλό για τον εαυτό μας δεν είναι ανεξάρτητο από την σωστή κατάσταση του
σπιτικού μας και της πόλης μας (1142 a11-13). Κοινό στοιχείο λοιπόν πολιτικής και
φρόνησης είναι ότι και οι δυο φροντίζουν για την ευδαιμονία, η πολιτική την
ευδαιμονία της πόλης και η φρόνηση των ανθρώπων.
Η φρόνηση όμως αποκτάται με την εμπειρία. Φέρνει ως παράδειγμα σε αυτό
τους νέους, που ενώ μπορεί να γνωρίζουν κάποια επιστήμη (μαθηματικά, γεωμετρία)
δεν ξέρουν τα καθέκαστα (τα επιμέρους), καθώς η νεαρή τους ηλικία δεν το επιτρέπει
(1142a15-19). Οι αρχές άλλωστε των επιστημών είναι γενικές και αφηρημένες, ενώ η
φρόνηση σχετίζεται και με αρχές ειδικές και συγκεκριμένες.
Οι λειτουργίες της φρόνησης ξεκινούν μέσω της διαδικασίας εφαρμογής της.
Το πρώτο στάδιο εφαρμογής είναι η βούλευση. Αυτή συνίσταται στην εύρεση των
κατάλληλων μέσων πως πραγμάτωση των σκοπών, ενώ οι ίδιοι οι σκοποί δεν είναι
αντικείμενο της βούλευσης. Ο φιλόσοφος ταυτίζει την βούλευση με την ορθή σκέψη
και την διαδικασία της διερεύνησης, καθώς κανείς δεν ερευνά αυτό που ήδη ξέρει.
Την διακρίνει από την οποιαδήποτε σκέψη, καθώς και ο ακρατής δύναται να
σκέφτεται για να πετύχει τον σκοπό του, αλλά βλάπτοντας τον εαυτό του. Συνεπώς η
ορθή σκέψη επιδιώκει την επίτευξη όχι οποιουδήποτε σκοπού, αλλά του αγαθού.
(1142b1-49).
To επόμενο στάδιο είναι αυτό της επιλογής και προαίρεσης. Εφόσον λοιπόν
διαβουλευτεί τον σκοπό και τα μέσα που θα ακολουθήσει, ο φρόνιμος άνθρωπος
περνάει πλέον στην λήψη της απόφασης του. Εδώ είναι που συμπλέκεται η αρετή με
την φρόνηση, καθώς η αρετή θέτει την σωστή σκοποθεσία και η φρόνηση τα μέσα. Ο

ενάρετος λοιπόν άνθρωπος πράττει από επιλογή και όχι από επιβολή (π.χ όπως
αναφέρει ο φιλόσοφος από κάποιον νόμο ή άλλον εξωτερικό παράγοντα) (1144a11-
29).
Η ιδιότητα που συμβάλλει στην λήψη της απόφασης ο Αριστοτέλης την
ονομάζει δεινότητα, η οποία δεν ταυτίζεται με την φρόνηση. Αυτή έρχεται να
πραγματοποιήσει την επιθυμία, η οποία όμως μπορεί να είναι είτε καλή είτε κακή.
Όπως όμως αναφέραμε ο φρόνιμος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι αγαθούς και
να θέτει αγαθούς σκοπούς (1144a30-47).
H φρόνηση είναι πρακτική, δηλαδή οδηγεί στην πράξη και μάλιστα την
επιβάλλει, είναι επιτακτική. Η φρόνηση όμως δεν είναι απλά μια γνώση για το τι
πρέπει να κάνω εγώ, αλλά αφορά όλες τις πράξεις των ανθρώπων. Δηλαδή πέραν της
δικής μου πράξης περιλαμβάνει και την γνώση για να κρίνω τις πράξεις των άλλων .
Αντικείμενο της λοιπόν είναι το πρακτόν και αυτό σχετίζεται με δυο πράγματα: α) με
το προαιρετικό της πράξης, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε β) με το αποτέλεσμα μιας
πράξης. π.χ. μια αδικία που έγινε.
Αυτή η επιτακτικότητα είναι που την διαχωρίζει από την σύνεση, που και
αυτή ως έξη ασχολείται όπως και η φρόνηση με τα μεταβλητά πράγματα. Έργο της
φρόνησης είναι να ορίσει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνει, ενώ η σύνεση, απλά και
μόνο κρίνει, δίχως να επιβάλλει την πράξη (1143a1-40). Η φρόνηση ομοιάζει με την
νόηση, καθώς ο νους έχει ως αντικείμενο τις αμετάβλητες ανώτερες έννοιες, αλλά και
τα κατώτερα επιμέρους πράγματα. Ωστόσο ο νους δεν έχει και αυτός πρακτικό μέρος
και συνιστά την αντίληψη μέσα από την οποία φθάνουμε από τα επιμέρους στα
γενικά (1143b1-21).

ΦΡΟΝΗΣΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ

Η φρόνηση προϋποθέτει την ηθική αρετή, δηλαδή το να βρίσκεται το ηθικό
υποκείμενο σε τέτοια κατάσταση, ώστε να λαμβάνει ηθικές αποφάσεις και να τις
εκτελεί βρισκόμενο σε αρμόζουσα ηθική έξη. Φρόνιμο λοιπόν δεν είναι μόνο το να
πράξουμε το σωστό, αλλά και να το πράξουμε με την σωστή προδιάθεση. Αυτή η
προδιάθεση οδηγεί στο σωστό όταν ξεκινά από την ηθική αρετή. Το να πράττει
δηλαδή κάποιος μηχανικά το αγαθό, επειδή του το έχουν υποδείξει ως τέτοιο δεν
συνιστά φρόνηση, παρά μόνο όταν με την δική του βούληση και προαίρεση επιλέξει
το αγαθό.

Είναι σκόπιμο όμως εδώ να αναφέρουμε τι όριζε ο Αριστοτέλης ως ηθική
αρετή. Η αρετή είναι μια έξη που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο και βρίσκεται
στο μέσο, το οποίο καθορίζεται από την λογική, όπως θα την όριζε ο φρόνιμος
άνθρωπος. Η μεσότητα έχει να κάνει με την εύρεση του μέσου ανάμεσα σε δυο άκρα,
της υπερβολής και της έλλειψης (1106b35-1107 a8).
Πρέπει να τονίσουμε όμως ότι η μεσότητα δεν σχετίζεται με τον μέσο όρο,
αλλά το μέσον μεταξύ δυο ηθικών άκρων (πχ η ανδρεία είναι το μέσο μεταξύ της
υπερβολής του θράσους και της έλλειψης του φόβου). Μέσω αυτής φανερώνονται οι
τέλειες ιδιότητες που πρέπει να έχει ο άνθρωπος για είναι ευτυχισμένος.
Η επίτευξη τώρα του ηθικού μέσου κατορθώνεται μόνο υπό την εποπτεία της
φρόνησης, δηλαδή από την προϋπόθεση ότι κάποιος γνωρίζει τι είναι ηθικό αγαθό. Η
μεσότητα λοιπόν συμβάλλει στην σκοποθεσία όπως ήδη έχουμε αναφέρει, καθώς
ορίζει το αγαθό και η φρόνηση είναι αυτή που ορίζει τα μέσα και προχωρά στην
πράξη για την απόκτησή του.
Ο φιλόσοφος διακρίνει γενικώς τις αρετές σε φυσικές και κυριολεκτικές. Οι
πρώτες είναι αυτές που έχουμε μέσα μας από την φύση ως προδιαθέσεις. Οι δεύτερες
είναι αυτές που δια της νόησης γίνονται πράξεις. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως και
οι δυο βρίσκονται στο ηθικό μέρος της ψυχής. Παρά το γεγονός ότι η φρόνηση
ανήκει στο δοξαστικό της μέρος, οι κυριολεκτικές αρετές, δηλαδή οι ηθικές αρετές
δεν μπορούν να υπάρχουν δίχως την φρόνηση. Αυτό συμβαίνει διότι η ηθική αρετή
είναι ένα με τον ορθό λόγο, που είναι σύμφωνος με την φρόνηση. (1144b1-20).
Κάποιος για να είναι ενάρετος άνθρωπος οφείλει να έχει αναπτύξει την
φρόνηση, δηλαδή τον ορθό λόγο, την διάνοιά του. Για αυτό ο Αριστοτέλης αναφέρει
πως τα μικρά παιδιά, όπως και τα ζώα δεν μπορούν να έχουν φρόνηση. Ναι μεν μέσα
τους μπορεί να υπάρχει η προδιάθεση των φυσικών αρετών, αλλά αυτές για να
μετατραπούν σε ηθικές οφείλουν να ενεργοποιήσουν την λογική τους
ικανότητα(1144b11-17). Για αυτό άλλωστε είναι σημαντική η διαδικασία της
παιδείας τους.
Με την φρόνηση η ηθική αρετή αποκτά πρακτικό λόγο, λόγο ο οποίος όχι
μόνο καθορίζει το αγαθό κάθε φορά, αλλά που επιτάσσει την πράξη του, δηλαδή την
επιθυμία του αλόγου. Ο πρακτικός αυτός λόγος εθίζει τον άνθρωπο μέσω της
άσκησής του να επιθυμεί να πράξει την αρετή. Η συμφωνία λόγου και επιθυμίας
ορίζεται ως η αλήθεια του πρακτικού λόγου, η οποία δεν πρέπει να είναι άλλη στην
πρακτική της μορφή από την ηθική αρετή στην πλήρη της μορφή.

Η ηθική αρετή προσφέρει την πράξη ενός γενικού σκοπού του αγαθού, ενώ η
φρόνηση κυρίως του ειδικού. Απαιτούνται όμως και τα δυο για την στοχοθεσία.
Βεβαίως μπορεί η αρετή και η φρόνηση να θέτουν έναν στόχο, ωστόσο αυτός
διαφέρει για την καθεμιά ως προς την εστίασή του. Η ηθική αρετή θέτει το γενικό
στόχο, το αγαθό, ενώ η φρόνηση ποιο είναι το αγαθό αυτό στις δεδομένες συνθήκες.
Ως προς την παραπάνω μικρή διαφοροποίηση αρετής και φρόνησης ο
φιλόσοφος υποστηρίζει πως αυτός που γνωρίζει τα επιμέρους, είναι πιο φρόνιμος από
αυτόν που ξέρει μόνο τα γενικά. Φέρνει μάλιστα μεταξύ άλλων παραδειγμάτων αυτό
των κρεάτων, σύμφωνα με το οποίο, αυτός που γνωρίζει γενικώς ότι τα ελαφριά
κρέατα είναι ευκολοχώνευτα δεν σημαίνει ότι κάνει και καλό στην υγεία του, καθώς
δεν γνωρίζει ποια είναι τα συγκεκριμένα κρέατα, όπως αυτά των πουλιών, που πρέπει
να καταναλώσει (1141b20-26).
Ο φιλόσοφος εγείρει επίσης ορισμένους ισχυρισμούς περί της ανάγκης ή μη
ύπαρξης της φρόνησης για να είναι ενάρετος ένας άνθρωπος. Αναφέρει πως κάποιος
θα μπορούσε να υποστηρίξει πως η φρόνηση δεν χρειάζεται για κάποιον που ήδη έχει
κατακτήσει την αρετή και πολύ περισσότερο για αυτόν που δεν την έχει κατακτήσει,
καθώς αυτοί που είναι φρόνιμοι θα τον καθοδηγούσαν να πράξει το αγαθό.(1143b30-
36). Όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαδίζει με την διδασκαλία του φιλοσόφου, καθώς ο
κάθε άνθρωπος, όπως αναφέραμε οδηγείται στην ενάρετη πράξη όχι λόγω υπόδειξης,
αλλά δικής του προαίρεσης.
Για τον Αριστοτέλη οι αρετές δεν είναι όλες μορφές φρόνησης όπως
υποστήριζε ο Σωκράτης. Σε αυτό που συμφωνούσε μαζί του είναι πως όλες οι αρετές
την εμπεριέχουν (1144b20-23). O Σωκράτης ήταν της γνώμης ότι όλες οι αρετές ήταν
ορθολογικές αρχές, καθώς θεωρούσε πως όλες τους είναι μορφές γνώσεις, ενώ ο
Αριστοτέλης υποστήριζε ότι οι αρετές αποτελούν μαζί με τον ορθό λόγο μια ενότητα
(1144b33-35).
Συμπερασματικά η φρόνηση για τον Αριστοτέλη συνιστά μια διανοητική
λειτουργία του ανθρώπου μέσω της οποίας παρέχονται τα μέσα για την επίτευξη ενός
σκοπού. Ο σκοπός του φρόνιμου ανθρώπου είναι η επίτευξη του αγαθού, που κάθε
φορά υποδεικνύεται από την ηθική αρετή. Η φρόνηση είναι αυτή που σαν λειτουργία
συνιστά την κορύφωση του ηθικού βίου, καθώς ταυτίζεται με την συνειδητή
προαιρετική απόφαση και πράξη του ανθρώπου, η οποία θα τον οδηγήσει είτε στην
εκπλήρωση επιμέρους σκοπών είτε στην εκπλήρωση του τέλειου σκοπού που είναι η
ευδαιμονία.

Η ηθική αρετή είναι αυτή που καθορίζει μέσω της μεσότητας των ηθικών
αρχών τον σκοπό που δεν μπορεί να είναι άλλος από το αγαθό και την ευδαιμονία του
ανθρώπου. Είναι αλληλένδετη με την φρόνηση, καθώς και αυτή απαιτεί την έλλογη
λειτουργία του ανθρώπου και την πράξη του αγαθού. Ωστόσο η ηθική αρετή
σχετίζεται περισσότερο με τις καθολικές αρχές, ενώ η φρόνηση με τις επιμέρους.

Διαβάστε επίσης