Του Γεωργίου Καραμαδούκη
Ο Ευριπίδης φροντίζει από την αρχή της τραγωδίας να μας επισημάνει δια της τροφού την αιτία του μένους της Μήδειας εναντίον του Ιάσονα, που θα την οδηγήσει στην εκδικητική της στάση. Στους στίχους 17-19 η τροφός μας πληροφορεί πως ο Ιάσονας έχει προδώσει τον συζυγικό όρκο εγκαταλείποντας την Μήδεια για χάρη της κόρης του βασιλιά της Κορίνθου. Για να πάρει την εκδίκησή της η Μήδεια οφείλει να προσπελάσει αρκετά εμπόδια, τα οποία και συνιστούν την δομή της τραγωδίας. Το πρώτο εμπόδιο μάλιστα που πρέπει να αντιμετωπίσει είναι η δική της ψυχική διαταραχή και απελπισία.
Η Μήδεια παρά το γεγονός ότι περιγράφεται με συναισθήματα πόνου, δυστυχίας και οργής δεν εμφανίζεται εξ αρχής να καταστρώνει συγκεκριμένο σχέδιο τιμωρίας του άνδρα της. Μια πρώτη σκέψη δολοφονίας των παιδιών της και του Ιάσονα στους στίχους 111-114 δεν έχει κατασταλαγμένο χαρακτήρα, αλλά προέρχεται από την συναισθηματική έξαρση της στιγμής.
Η πρώτη φορά που φαίνεται πως η Μήδεια σκεύτεται σοβαρά την εξόντωση του Ιάσονα είναι στους στίχους 260-261, στους οποίους απευθυνόμενη στον χορό, του ζητά να σιωπήσει, όταν καταφέρει να συλλάβει το σχέδιο της πληρωμής του. Για να κερδίσει χρόνο μέχρις ότου οριστικοποιήσει την τιμωρητική της δράση, ικετεύει τον Κρέοντα να την αφήσει να παραμείνει στην Κόρινθο μια μέρα, ώστε να κανονίσει που θα εγκατασταθεί με τα παιδιά της μετά την εξορία της (στχ. 340-346). Ο Κρέοντας πείθεται και έτσι υπερσκελίζεται και το δεύτερο εμπόδιο.
Η Μήδεια στην συνέχεια συνδιαλεγόμενη με τον χορό σκεύτεται τα μέσα της δολοφονίας. Πιθανές λύσεις αποτελούν το κάψιμο του νυφικού δωματίου, το μαχαίρωμα και η χρήση δηλητηρίου (στχ. 376-386). Πρέπει όμως να αντιμετωπίσει και ένα άλλο εμπόδιο, το οποίο σχετίζεται με το που θα καταφύγει μετά την δολοφονικής της πράξη. Ο ποιητής χρησιμοποιεί στο τρίτο επεισόδιο το μοτίβο της ικεσίας για άλλη μια φορά, αλλά και της ανταπόδοσης, με την έλευση του Αιγέα. Όπως η Μήδεια κατάφερε να κερδίσει τον Κρέοντα με την αγαθή του φύση, έτσι πείθει και τον Αιγέα προσφεύγοντας στην ιδιοτέλειά του. Υποσχόμενη ότι θα του δώσει βότανα, που θα τον βοηθήσουν να τεκνοποιήσει, καταφέρνει να βρει καταφύγιο στην οικία του (στχ. 708-755).
Η Μήδεια μετά την αποχώρηση του Αιγέα αποκρυσταλλώνει πλέον το σχέδιό της. Θα πέμψει έναν δούλο στον Ιάσονα με σκοπό να προσποιηθεί ότι αυτός έχει δίκιο για τα κίνητρα της απόφασής του (μοτίβο παραπλάνησης). Κατόπιν θα στείλει με τα παιδιά της δώρα στην Κρέουσα, αποκρύπτοντας πως τα έχει δηλητηριάσει, με την πρόφαση ότι επιθυμεί να την καλοπιάσει για να μην συμπεριφερθεί άσχημα σε αυτά. Στο τέλος θα σκοτώσει τα παιδιά της όχι όμως επειδή επικρατεί το αρχικό μένος της για αυτά, αλλά από ανάγκη. Κατόπιν θα φύγει από την Κόρινθο, αφού έχει εξασφαλίσει την στέγη του Αιγέα (στχ. 764-795). Η Μήδεια εμφανίζεται ανεξέλεγκτη στην αγάπη και στο μίσος και επιζητεί όχι απλή εκδίκηση αλλά την συντριβή του Ιάσονα, καθώς το πάθος της υπερισχύει της λογικής.
Από εδώ και στο εξής η πρωταγωνίστρια θα αξιοποιήσει την σοφία της για να σταθμίσει τις επιλογές της και να αναπτύξει το σχέδιό της. Οι μέθοδοι που θα ακολουθήσει σχετίζονται με την πονηρία, την απόκρυψη προθέσεων και την ρητορεία. Στο τέταρτο επεισόδιο εφαρμόζοντας τα παραπάνω πείθει τον Ιάσονα στον δεύτερο αγώνα λόγων τους για την μεταστροφή της. Παρά ταύτα ένας νέος παράγοντας εμφανίζεται να παίζει ρόλο στην εκπόνηση του εκδικητικού της σχεδίου και αυτός είναι ο ρόλος των θεών. Στον διάλογο με τον παιδαγωγό αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έτσι τα έφεραν οι θεοί και εγώ με τα ολέθρια σχέδιά μου» (στχ. 1013-1014).
Στον μονόλογο που έπεται επανέρχεται το αρχικό εμπόδιο της ψυχικής διαταραχής της, καθώς μπροστά στην ιδέα της θανάτωσης των παιδιών της δείχνει συντετριμμένη. Το γέλιο των παιδιών της, την οδηγεί σε δεύτερες σκέψεις στο να μην τα σκοτώσει (στχ. 1040-1048). Ένας αδυσώπητος διάλογος ακολουθεί με τον εαυτό της, που την κάνει να ομοιάζει με διχασμένη προσωπικότητα. Τελικά καταλήγει στο ότι πρέπει να τα θανατώσει για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών της (στχ 1059-1062). Ανάμεσα στην λογική και το μένος της υπερισχύει το δεύτερο, καθώς χαρακτηριστικά αναφέρει: «όμως πιο δυνατό από την λογική μου είναι το μένος της ψυχής, αυτό που ευθύνεται για των ανθρώπων τα δεινά τα πιο μεγάλα» (στχ. 1079-1080).
Η ψυχή της Μήδειας ικανοποιείται από την αναγγελία του θανάτου της Κρέουσας και του πατέρα της. Η δίψα της για εκδίκηση είναι τέτοια που ζητά από τον άγγελο να της εξιστορήσει τις τελευταίες μαρτυρικές στιγμές τους, ώστε η τέρψη της να γίνει διπλή (στχ 112-1135). Το σχέδιο πλέον μπαίνει στην τελική του ευθεία. Σειρά έχει η θανάτωση των παιδιών. Δίχως πλέον τους πρότερους δισταγμούς η Μήδεια δηλώνει πως πρέπει να τα σκοτώσει, ώστε να μην ατιμασθούν από τους εχθρούς της (στχ. 1236-1250). Ωστόσο η δυσκολία του εγχειρήματος διαφαίνεται από τον λόγο της, καθώς αναρωτιέται γιατί καθυστερεί τόσο να πράξει την απόφασή της και προτρέπει τον εαυτό της να μην λιποψυχήσει.
Ακόμα όμως και μετά τον θάνατο των παιδιών της η εκδίκηση δεν λαμβάνει τέλος, αλλά συνεχίζεται, καθώς στόχος της είναι η ψυχική συντριβή του Ιάσονα. Η Μήδεια λοιπόν δεν εγκαταλείπει αμέσως μετά την ανίερη πράξη της την πόλη, αλλά επιδίδεται στην έξοδο σε έναν τελευταίο αγώνα λόγων με τον άνδρα της. Επιθυμεί να τον καταστήσει ένοχο για ότι έγινε, καθώς του επιρρίπτει τις ευθύνες για την συμφορά που με την προδοτική στάση του προκάλεσε. Στην ρήση του Ιάσονα ότι δεν ήταν το δικό του χέρι που τα σκότωσε, η Μήδεια απαντά: «τα σκότωσε όμως η ύβρις και οι νεόκοποι σου γάμοι» (στχ. 1366).
Το μέγεθος της εκδικητικής διάθεσης της Μήδειας φανερώνεται από το γεγονός ότι εξακολουθεί να τιμωρεί τον Ιάσονα και μετά τον χαμό των παιδιών της. Φθάνει στο σημείο να τον αποτρέψει να ασπαστεί τα παιδιά του για τελευταία φορά (στχ. 1401-1414). Τέλος το γεγονός ότι οι θεοί της προσέφεραν άρμα για την διαφυγή της, επιβεβαιώνει κατά κάποιον τρόπο την προηγούμενη αναφορά της, ότι δηλαδή και αυτοί έχουν συμβάλλει στο εκδικητικό σχέδιο της, καθώς αν ήταν αντίθετοι θα το είχαν σταματήσει.