Για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2023 και τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος μίλησε στη συνέντευξη του στο περιοδικό Global Finance, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2023 τονίζοντας πως «για το 2023, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,2%, λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ και της πιο ήπιας αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης». Ενώ πρόσθεσε πως για το 2024, προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 3,0%.
«Αυτή η βελτιωμένη επίδοση μπορεί να επιτευχθεί υπό την προϋπόθεση ότι η υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων που χρηματοδοτούνται από το RRF θα προχωρήσει σύμφωνα με τον προγραμματισμό, ότι η γεωπολιτική κρίση δεν θα κλιμακωθεί και ότι η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής δεν θα αφήσει μόνιμο τραύμα στην οικονομία της ευρωζώνης. Ο γενικός πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 3,8% για το 2024 (έναντι 4,3% το 2023 και 9,3% το 2022), αντανακλώντας τη διατήρηση ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων από τις τιμές των ειδών διατροφής, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών. Θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία μαρτυρούν και οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου» δήλωσε ο κ. Στουρνάρας
Σχολιάζονταςτη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα, ο Γιάννης Στουρνάρας δήλωσε:
«Τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Οι τράπεζες κατόρθωσαν να μειώσουν το απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) τους κατά περίπου 90% και σήμερα ο δείκτης ΜΕΔ τους βρίσκεται πιο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ. Η βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, σε συνδυασμό με την άνοδο των επιτοκίων και τη συγκράτηση του κόστους των τραπεζών, επηρέασε θετικά την κερδοφορία τους, με το δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (RoE) τους να διαμορφώνεται σε διψήφια επίπεδα το 2023. Η υψηλότερη κερδοφορία και οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι τράπεζες για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση έχουν αυξήσει την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν άφθονη ρευστότητα, χάρη στην ισχυρή καταθετική τους βάση και την πρόσβασή τους στις αγορές κεφαλαίων. Έχοντας εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους, οι ελληνικές τράπεζες μπόρεσαν να επιτελέσουν εκ νέου το διαμεσολαβητικό τους ρόλο στην οικονομία.
Στην ερώτηση «Ποια είναι η άποψή σας για την οικονομία της ευρωζώνης», ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σημείωσε:
«Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην ευρωζώνη εφέτος και το επόμενο έτος αναμένεται να είναι συγκρατημένος. Η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας, η εξασθένηση των προβλημάτων στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και η ανθεκτική αγορά εργασίας θα στηρίξουν την ανάπτυξη. Ωστόσο, η συσταλτική μεταβολή της νομισματικής πολιτικής κατά τους τελευταίους 21 μήνες θα εξακολουθήσει να μεταδίδεται ‒ με χρονική υστέρηση ‒ στην πραγματική οικονομία. Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με τη σταδιακή απόσυρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης, θα επηρεάσουν αρνητικά το ρυθμό ανάπτυξης και θα τον διατηρήσουν σε μέτρια επίπεδα. Όσον αφορά τον πληθωρισμό, ο γενικός δείκτης παρουσίασε σημαντική μείωση κατά τη διάρκεια του 2023, κυρίως λόγω της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας και των ειδών διατροφής. Πρόκειται για θετική εξέλιξη, καθώς φαίνεται ότι εξαλείφονται οι επιπτώσεις των διαταραχών που υπήρξαν η αιτία της απότομης ανόδου του πληθωρισμού. Ο γενικός πληθωρισμός θα συνεχίσει να μειώνεται περαιτέρω το 2025, προσεγγίζοντας τον αντίστοιχο στόχο. Ο υποκείμενος πληθωρισμός αναμένεται επίσης να μειωθεί, καθώς θα εξασθενούν σταδιακά οι έμμεσες επιπτώσεις από τις προηγούμενες διαταραχές των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων. Οι μισθολογικές αυξήσεις τείνουν να καλύψουν τις απώλειες αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος των νοικοκυριών, ενώ τα επιχειρηματικά κέρδη εκτιμάται ότι θα απορροφήσουν μέρος του αυξημένου κόστους εργασίας, περιορίζοντας τη μετακύλισή του στις τιμές».
Ενώ στην ερώτηση «Τι κυρίως θα θέλατε να αλλάξετε στην ελληνική οικονομία» απαντά:
«Θα ήθελα να ήταν δυνατόν να αλλάξουμε το δημόσιο τομέα ώστε να ανταποκρίνεται στα υψηλότερα δυνατά διεθνή πρότυπα. Αυτό προϋποθέτει την αντιμετώπιση χρόνιων εγγενών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης (π.χ. μεταβιβάσεις ακινήτων, χωροταξικός σχεδιασμός, ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου, ψηφιακός μετασχηματισμός των δημόσιων υπηρεσιών). Επίσης άλλα προβλήματα προς επίλυση είναι η υστέρηση σε βασικές υποδομές, η ανεπαρκής καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, οι ελλείψεις στο λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία ‒ έρευνα ‒ καινοτομία) και η ανεπαρκής σύνδεση των πανεπιστημιακών σπουδών με τις δεξιότητες που χρειάζεται η πραγματική οικονομία. Αυτές οι αδυναμίες βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα και δημιουργούν αντικίνητρα για επενδύσεις».