Θα πραγματοποιηθεί στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Οι διπλωματικοί σύμβουλοι των δύο ηγετών βρίσκονται σε διαβουλεύσεις για τον ορισμό της ημερομηνίας μεταξύ 18 και 23 Σεπτεμβρίου.
Στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη, θα διεξαχθεί η επόμενη συνάντηση ανάμεσα στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Σύμφωνα με πληροφορίες της Realnews, οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει ότι η συνάντηση θα γίνει και εκκρεμεί μόνο η ακριβής ημερομηνία.
Μάλιστα, έχουν δοθεί οδηγίες στον επικεφαλής της Μόνιμης Αντιπροσωπείας μας στα Ηνωμένα Εθνη Ευάγγελο Σέκερη να αρχίσει τις σχετικές προετοιμασίες. Η ελληνική αποστολή, στην οποία θα συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, η διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού Αννα-Μαρία Μπούρα και ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, θα φτάσει στη Νέα Υόρκη στις 16 Σεπτεμβρίου, για να δώσει το «παρών» σε εκδηλώσεις του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή. Τα διπλωματικά επιτελεία του πρωθυπουργού και του Τούρκου Προέδρου βρίσκονται σε διαβουλεύσεις για την ατζέντα, αλλά και για να οριστικοποιήσουν την ημερομηνία κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «Υπουργικής Εβδομάδας» που θα ακολουθήσει, δηλαδή μεταξύ της Δευτέρας 18 και του Σαββάτου 23 Σεπτεμβρίου.
Πηγές του Μαξίμου, με τις οποίες επικοινώνησε η «R» παραδέχονταν ότι η ένταση την οποία προκάλεσε το Ψευδοκράτος με την επίθεση εναντίον ανδρών της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ ασφαλώς θα έχει αντίκτυπο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν εκτιμούσαν πάντως ότι θα υπάρξει εκτροχιασμός που θα μπορούσε να ακυρώσει τη συμφωνημένη συνάντηση ανάμεσα στους ηγέτες της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Στο Βίλνιους
Η προηγούμενη συνάντηση των δύο ηγετών έγινε τον Ιούλιο στο Βίλνιους της Λιθουανίας, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ, και είχε ως στόχο να δώσει τέλος σε μια περίοδο ψυχρότητας και ανυπαρξίας διαύλων επικοινωνίας που είχε διαρκέσει πάνω από 16 μήνες. Συμφωνήθηκαν δίαυλοι επικοινωνίας, τακτικές επαφές και η ενεργοποίηση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας, που είχε να συνεδριάσει από το 2016. Αυτή τη φορά οι δύο ηγέτες συναντώνται με σκοπό να διερευνήσουν τη δυνατότητα επανέναρξης του διμερούς πολιτικού διαλόγου, των διερευνητικών επαφών και της από κοινού προσφυγής στη Χάγη. Ολα αυτά εθίγησαν απλώς στην προηγούμενη συνάντηση, όπως λένε διπλωματικές πηγές, αυτή τη φορά όμως είναι σαφές ότι Μητσοτάκης και Ερντογάν θα μπουν σε πιο βαθιά νερά. Επίσης, καθώς και οι δύο θα βρίσκονται στη Νέα Υόρκη και επίκειται μια νέα προσπάθεια του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες για την επίλυση του Κυπριακού, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα βρεθεί και το θέμα των εγγυήσεων και των κατοχικών στρατευμάτων. Το Κυπριακό είναι ένα πιθανό σημείο τριβής ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, καθώς δεν έχει αλλάξει καθόλου η στάση του Ερντογάν απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία προκαλεί συνεχώς. Μετά τη συνάντηση στο Βίλνιους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε καταστήσει σαφές ότι είναι στις προθέσεις του να διερευνήσει τη δυνατότητα επίλυσης της ελληνοτουρκικής διαφοράς, της μίας που αναγνωρίζει η Ελλάδα, για τον καθορισμό της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Οπως είχε δηλώσει σε συνέντευξη που παραχώρησε τον Ιούλιο, «υπάρχει μια μεγάλη ατζέντα, τολμηρή ατζέντα, την οποία είμαι διατεθειμένος να διερευνήσω».
Κόκκινη γραμμή
Μάλιστα, ο πρωθυπουργός είχε φροντίσει να προϊδεάσει το κόμμα του, την αντιπολίτευση και την κοινή γνώμη ότι η πιθανότητα συμφωνίας με την Τουρκία για από κοινού προσφυγή στη Χάγη είναι υπαρκτή, ενώ είχε εκφράσει και την άποψη ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να «επιλύσει αυτή τη μεγάλη διαφορά με την Τουρκία». Εννοείται, πάντως, ότι η Αθήνα μιλά μόνο για λύση με όρους συμβατούς με την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων και, βεβαίως, δεν πρόκειται να δεχθεί καμία συζήτηση για θέματα κυριαρχίας και αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, τα οποία βάζει η Τουρκία στο τραπέζι.
Της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη είναι πιθανόν να προηγηθεί η πρώτη επίσημη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη με τον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν, η οποία εκκρεμεί. Ο Γ. Γεραπετρίτης είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ότι αυτή η συνάντηση θα γίνει πριν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (και για να προετοιμάσει το έδαφος), όμως φαίνεται ότι οι ημερομηνίες προς το παρόν δεν βγαίνουν. Αν η συνάντηση δεν γίνει τελικά πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου, θα γίνει, σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Εξωτερικών, αμέσως μετά την επιστροφή του Γ. Γεραπετρίτη από τις ΗΠΑ.
Το κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένει καλό. Οι παραβιάσεις και οι υπερπτήσεις έχουν σταματήσει και η τουρκική πλευρά απέχει από οποιαδήποτε προκλητική συμπεριφορά, τουλάχιστον απέναντι στην Ελλάδα. Ακόμα και η έξοδος του τουρκικού γεωτρύπανου «Αμπντουλχαμίτ Χαν» στην ανατολική Μεσόγειο, η οποία σε άλλες εποχές θα προκαλούσε έντονο προβληματισμό στην Αθήνα, δεν αποτελεί πηγή ανησυχίας, αφού το πλοίο θα πραγματοποιήσει έρευνες για έξι μήνες εντός της δυνάμει τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Πάντως, κάποιοι διπλωμάτες θεωρούν ότι η ασυνήθιστα μεγάλη διάρκεια της σχετικής NAVTEX που εξέδωσε ο σταθμός της Αττάλειας (έξι μήνες) ενδεχομένως να αποτελεί και μια προειδοποίηση για τα χρονικά περιθώρια που δίνει στην Αθήνα ο Ερντογάν και πως, αν δεν υπάρξει πρόοδος στη διαπραγμάτευση, όπως την εννοεί η Τουρκία, τότε θα ακολουθήσει προβολή ισχύος. Στελέχη του υπουργείου, πάντως, που δεν συμμερίζονται αυτές τις ανησυχίες, θεωρούν ότι η πιο κρίσιμη παράμετρος για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών θα είναι η πρόοδος που θα σημειωθεί (αν σημειωθεί) στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ.
Ε.Ε.: Χαμηλά ο πήχυς για τις σχέσεις με την Τουρκία
Οι εστίες έντασης μεταξύ Αγκυρας και Βρυξελλών είναι πολλές, σύμφωνα με διπλωμάτες και αναλυτές
Τον πήχυ χαμηλά όσον αφορά τις ευρωτουρκικές σχέσεις διατηρούν παράγοντες των Βρυξελλών, διπλωμάτες και αναλυτές, οι οποίοι εκτιμούν ότι, παρά την αναγκαστική «στροφή» του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε μια πολιτική χωρίς εντάσεις με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, το μέλλον των σχέσεων της Αγκυρας με τις Βρυξέλλες αναμένεται ιδιαίτερα πολύπλοκο και με πολλές εστίες έντασης.
Διπλωμάτες της Ε.Ε. που ασχολούνται με τις ευρωτουρκικές σχέσεις αναφέρουν ότι είναι πολύ νωρίς να γίνεται λόγος για «στροφή» Ερντογάν και σημειώνουν ότι στις Βρυξέλλες αλλά και στις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αλλαγή στάσης του Τούρκου Προέδρου είναι εντελώς συγκυριακή και ότι στην καλύτερη περίπτωση οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε. θα εισέλθουν σε μια περίοδο συνδιαλλαγής, με βασικό χαρακτηριστικό ένα μόνιμο και δύσκολο παζάρι ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Τα ίδια πρόσωπα εκτιμούν ότι η Αγκυρα δεν είναι πλέον σταθερός εταίρος, αλλά ένας παράγοντας αβεβαιότητας, τον οποίο η Ε.Ε. πρέπει να μάθει να διαχειρίζεται ανάλογα με τις συνθήκες και τις συγκυρίες, όπως ακριβώς κάνει και ο Ερντογάν.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι σχεδόν αδύνατον να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις και οι προσδοκίες της Αγκυρας για την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, για το θέμα της κατάργησης των ταξιδιωτικών θεωρήσεων και για το θέμα της ευρύτερης συνεργασίας της Τουρκίας με την Ε.Ε. σε στρατιωτικά θέματα, μέσω του ΝΑΤΟ, που είναι και οι βασικοί στόχοι της τουρκικής πλευράς.
Η Ε.Ε. έχει μεν ανάγκη την Αγκυρα όσον αφορά το προσφυγικό (και στο μέτωπο αυτό δεν αποκλείεται να υπάρξει μια νέα συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές, με την Τουρκία να προσπαθεί να αποσπάσει και άλλα οφέλη, πέραν των οικονομικών), αλλά δεν είναι έτοιμη να παραβλέψει εντελώς την οικτρή κατάσταση του κράτους δικαίου στην Τουρκία, ούτε τις λεγόμενες «κυπρογενείς» υποχρεώσεις της Αγκυρας.
«Οι οικονομικές και γεωπολιτικές ανάγκες θα ωθήσουν τον Ερντογάν να αναζητήσει μια πιο ρεαλιστική μορφή συναλλαγής με την Ε.Ε. (…). Η τουρκική οικονομία εξακολουθεί να εξαρτάται από την τεχνολογία, τις εισροές κεφαλαίων και τις επενδύσεις από την Ευρώπη, καθώς και από την ευρωπαϊκή αγορά, η οποία αποτελεί τον κύριο προορισμό των τουρκικών εξαγωγών. Η Ε.Ε., με τη σειρά της, χρειάζεται την Τουρκία ως εταίρο στη μεταναστευτική πολιτική και ως διαμεσολαβητή έναντι της Ρωσίας στον πόλεμο στην Ουκρανία», εκτιμά ο αναλυτής Γιασάρ Αϊντίν σε πρόσφατη ανάλυση του γερμανικού Κέντρου Τουρκικών Σπουδών του Βερολίνου.
«Ωστόσο», συνεχίζει ο Αϊντίν, «δεν αναμένεται να υπάρξει τομή στις σχέσεις Ε.Ε. – Τουρκίας, ούτε στην ένταξη στην Ε.Ε., ούτε στον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης. Για να συμβεί αυτό, ο Ερντογάν θα πρέπει να κάνει μια δημοκρατική στροφή και να ξεκινήσει μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, μια ανεξάρτητη Δικαιοσύνη που θα εγγυάται τα δημοκρατικά δικαιώματα και την ελευθερία της αντιπολίτευσης θα υπονομεύσει την εξουσία του. Επομένως, ο Ερντογάν θα συνεχίσει να βαδίζει σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ Βρυξελλών και Μόσχας».
Και καταλήγει εκτιμώντας ότι «σε αυτό το πλαίσιο, είναι σκόπιμο οι Βρυξέλλες να έχουν μια ρεαλιστική προσέγγιση προς την Τουρκία. Μια αδύναμη και ασταθής Τουρκία θα μπορούσε να γίνει όλο και πιο ευάλωτη απέναντι στη ρωσική επιρροή. Η Ε.Ε. πρέπει να εφαρμόσει μια ρεαλιστική πολιτική έναντι της Τουρκίας, που να τη σταθεροποιεί τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά, χωρίς να νομιμοποιεί το αυταρχικό καθεστώς της χώρας».
Ο ρεαλισμός αυτός, σύμφωνα με εκτιμήσεις διπλωματών, θα εφαρμόζεται σε μια πολιτική «μέρα με τη μέρα» και χωρίς ουσιαστική στρατηγική, καθώς η Αγκυρα είναι πλέον τόσο αβέβαιος παράγοντας, που δεν επιτρέπει στρατηγικές προσεγγίσεις, παρά μόνο πολύ γενικές, όπως δηλαδή να μη χαθεί η Τουρκία στον εναγκαλιασμό της με τη Ρωσία. Ωστόσο, το πώς ακριβώς θα αποφευχθεί κάτι τέτοιο παραμένει άγνωστος Χ για τις Βρυξέλλες, όπου η βασική στάση είναι αυτή της αναμονής των επόμενων κινήσεων εκ μέρους της Αγκυρας.
Ο εκπρόσωπος της Ε.Ε. για την εξωτερική πολιτική Ζοζέπ Μπορέλ αναμένεται μέσα στον Σεπτέμβριο ενδεχομένως να έχει ετοιμάσει την έκθεση που έχουν ζητήσει οι χώρες-μέλη για το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων και εικάζεται ότι θα προτείνει διάφορες πρωτοβουλίες για μια επανεκκίνηση των σχέσεων. Θα είναι, όμως, περισσότερο σε επίπεδο συναντήσεων και ad hoc συνεργασιών και θα εστιάζει λιγότερο στα θέματα που ενδιαφέρουν άμεσα την Αγκυρα, τα οποία η Ε.Ε. δεν θα σταματήσει, έστω και κεκλεισμένων των θυρών, να συνδέει με το κράτος δικαίου και τις υποχρεώσεις της Τουρκίας απέναντι στα μέλη της Ενωσης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις στις Βρυξέλλες, τόσο το Βερολίνο όσο και το Παρίσι δεν φαίνονται να θέλουν να κάνουν εκπτώσεις στην Αγκυρα και, συνεπώς, αναμένεται ότι, μετά την πρώτη περίοδο ύφεσης της έντασης, οι ευρωτουρκικές σχέσεις θα εισέλθουν πάλι σε περίοδο περιπλοκών και ενίοτε εντάσεων.