Την ανησυχία τους για το ενδεχόμενο να μην «αντέξει» ο Κηφισός μία μεγάλη βροχόπτωση εκφράζουν οι δήμαρχοι των παρακηφισίων περιοχών.
Τη στάση τους ενισχύει μελέτη του ΕΜΠ, σύμφωνα με την οποία στην πιο ευάλωτη σε πλημμύρα ζώνη, στο νότιο τμήμα του Κηφισού, κατοικούν περίπου 250.000 άνθρωποι και βρίσκονται εκατοντάδες σημαντικές υποδομές.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η Περιφέρεια Αττικής δεν επιτρέπει πλέον τη σύνδεση νέων δικτύων ομβρίων με τον Κηφισό και τον Ιλισό, καθώς θεωρούνται ότι έχουν υπερβεί το όριό τους.
Η συζήτηση με θέμα «Κηφισός ώρα μηδέν» διοργανώθηκε χθες από τον Δήμο Νίκαιας- Ρέντη με την επιστημονική στήριξη του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. «Οι αστικές υποδομές είναι σχεδιασμένες και κατασκευασμένες σε άλλες εποχές, με πολύ πιο ήπιο κλίμα και δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν τους κατοίκους, τα κτίρια, τους δημόσιους χώρους» ανέφερε ο δήμαρχος Νίκαιας – Ρέντη, Κωνσταντίνος Μαραγκάκης.
«Επιπλέον καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα, όπως η ρύπανση, η παραβατικότητα και η ανεξέλεγκτη δόμηση» ανέφερε, σημειώνοντας ότι επιχειρήσεις κατά μήκος της Λεωφόρου Κηφισού απορρίπτουν βιομηχανικά απόβλητα στο ποτάμι» είπε ενώ κατέθεσε πρόταση για την αξιοποίηση των παρακηφισίων περιοχών ως ζωνών αναψυχής.
Τη συμπεριφορά του Κηφισού στο ενδεχόμενο πλημμύρας με ανάλυση και αποτίμηση του αντιπλημμυρικού κινδύνου, ανέλυσε, σύμφωνα με την εφημερίδα «Καθημερινή», και έκθεση του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος του ΕΜΠ, σύμφωνα με την οποία μέσα στην ευάλωτη ζώνη περί τον Κηφισό βρίσκονται 146 σχολεία, 45 αθλητικές εγκαταστάσεις, 35 μνημεία, 7 μονάδες υγείας, 6 αστυνομικά τμήματα, 3 πυροσβεστικοί σταθμοί και ένας υποσταθμός του ΑΔΜΗΕ.
Το μεγαλύτερο μέρος των «εκτεθειμένων» σε περίπτωση πλημμύρας καίριων υποδομών βρίσκονται στα όρια των Δήμων Πειραιά – Αθηναίων, Νίκαιας – Ρέντη και Μοσχάτου – Ταύρου.
«Το 2007 έγινε η αρχική μελέτη για ένα μεγάλο αντιπλημμυρικό έργο στην περιοχή μας, με επίκεντρο τη λαχαναγορά» ανέφερε ο Ανδρέας Ευθυμίου, δήμαρχος Μοσχάτου – Ταύρου. «Η μελέτη επικαιροποιήθηκε το 2011. Το έργο δημοπρατήθηκε το 2016 και ξεκίνησε το 2018. Το 2019 ο εργολάβος το εγκατέλειψε προφασιζόμενος την αύξηση του κόστους λόγω ενεργειακής κρίσης, κάτι που το υπουργείο Υποδομών έκανε δεκτό το 2020. Τώρα ακούμε ότι… μελετάται εκ νέου».πηγή enikos.gr