«Το κλείσιμο της δομής έρχεται να γκρεμίσει κάθε προσπάθεια ένταξης των ατόμων» – Αύριο δρομολογείται η άφιξη λεωφορείων με σκοπό την μετακίνηση 226 ατόμων
Πέντε λεπτά. 400 μέτρα. Τόσο απέχει σήμερα το καμπ προσφύγων του Ελαιώνα από το μετρό της περιοχής. Κι άλλα τόσα περίπου, χωρίς να υπολογίζουμε την αναμονή, από το Σύνταγμα. Έτσι, οι πρόσφυγες, χωρίς να ζουν στην πραγματικότητα μέσα στον ιστό της Αθήνας, δεν ζουν κι αποκομμένοι απ’ αυτόν. Νιώθουν κι αυτοί ότι έχουν μια πρόσβαση στα πράγματα.
Μετά από έξι χρόνια λειτουργίας, αυτή όμως η συνθήκη κινδυνεύει ν’ αλλάξει.
Η μοναδική δομή φιλοξενίας του Δήμου Αθηναίων και αυτή στην οποία ζουν οι πιο ευάλωτες περιπτώσεις ανθρώπων (όπως επιζώσες/ώντες σεξουαλικής βίας, βασανιστηρίων και εμπορίας ανθρώπων, άτομα με σοβαρά ψυχιατρικά ζητήματα, χρόνια νοσήματα και αναπηρίες, γυναίκες έγκυες μόνες ή/και με παιδιά, νεαρά άτομα σε κίνδυνο, ηλικιωμένα άτομα με απειλητικά για τη ζωή τους ιατρικά προβλήματα) αποφασίστηκε να κλείσει.
Η πρόθεση έγινε γνωστή για πρώτη φορά από το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου στις 23 Φεβρουαρίου 2022 κι επρόκειτο να γίνει πράξη στις 30 Μαΐου 2022. Κατόπιν αντιδράσεων και πιέσεων, αποφασίστηκε τελικά, η λειτουργία να παραταθεί μέχρι την ολοκλήρωση της σχολική περιόδου.
Ενώ όμως η δομή παραμένει ανοιχτή χωρίς επίσημο επαναπρογραμματισμό του κλεισίματος της, απολύεται, στις 30 Ιουνίου, ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων που αποτελούν το ψυχοκοινωνικό – νομικό προσωπικό και το προσωπικό παιδικής προστασίας που διαχειρίζονται το 95% των υποθέσεων/φακέλων των διαμενόντων. Κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι η δομή παύει να επιτελεί τον ρόλο της και οι 1.600 διαμένοντες συνολικά χάνουν τους ανθρώπους που τους βοηθάνε να σταθούν στα πόδια τους από το 2016.
Από τις θέσεις τους απομακρύνονται κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, διερμηνείς που είχαν προσληφθεί στο Δήμο Αθήνας μέσα της ΕΑΤΑ ΑΕ. Ένας διερμηνέας από αυτούς είναι ο άνθρωπος που έσωσε το αυτιστικό παιδί όταν το κοντέινερ του τυλίχτηκε στις φλόγες την περασμένη βδομάδα.
Απέναντι στην εξέλιξη οι πρόσφυγες αντέδρασαν σήμερα με δυναμική συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Με τα παιδιά στην πλάτη, βγήκαν λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι απ’ το καμπ τους στον δρόμο, οδός Αγ. Πολυκάρπου, τον έκλεισαν και φώναζαν επαναλαμβανόμενα «no close». Χορεύοντας, για τις επόμενες δύο ώρες, στο ρυθμό της γλώσσας του δίκιου κι όχι της γραμματικής ορθότητας.
«Είναι το σπίτι μας πια εδώ. Εδώ γεννήθηκαν τα παιδιά μας. Εδώ διαβάζουν, δεν θέλουμε να φύγουμε», είπε μια γυναίκα απ’ τη ντουντούκα. Και πρόσθεσε ότι μπορεί στο καμπ να ζουν άνθρωποι από πολλές διαφορετικές χώρες, είναι όμως ενωμένοι πίσω από το αίτημα να μη κλείσει. «Δεν κυλάει στις φλέβες μας το ίδια αίμα, νιώθουμε όμως ότι είμαστε οικογένεια». Και αυτό πρόκειται να χαθεί με τον κατακερματισμό τους. Η αίσθηση της ασφάλειας. Της γειτονιάς. Του ανθρώπου δίπλα που θα νοιαστεί και σ’ ένα τόπο που βρίσκεσαι κυνηγημένος, αυτό μετράει διπλά.
«Αν θέλετε να φύγουμε από τον Ελαιώνα, δώστε μας σπίτια εντός της πόλης». Τώρα όμως αποφάσισαν ότι οι οικογένειες που στεγάζονται στα διαμερίσματα, θα πρέπει να τα εγκαταλείψουν και αυτά στο τέλος του χρόνου. Να πάμε πού; Σε στρατόπεδα που είναι σαν φυλακές; Ή στο δρόμο; Θέλουμε χαρτιά και δικαιώματα.
Είμαστε πρόσφυγες που τράπηκαν σε φυγή από τον πόλεμο και τη βία στη χώρα μας. Θέλουμε απλώς να συνεχίσουμε να στεγαζόμαστε στη δομή του Ελαιώνα, να έχουμε πρόσβαση στην υγεία και το σχολείο για τα παιδιά μας, να ζούμε αρμονικά με τους ανθρώπους εδώ. Θέλουμε επίσης όλοι οι εργαζόμενοι στο στρατόπεδο, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ψυχολόγοι κ.λπ., που τόσο πολύ τους χρειαζόμαστε, να παραμείνουν», έγραψαν πιο αναλυτικά μέλη της αφρικανικής κοινότητάς στο κείμενο της ανακοίνωσής τους.
Κατανοώντας τους πλήρως, οι άνθρωποι που εργάζονται στο καμπ (συμβασιούχοι σε ΔΟΜ, ΕΑΤΑ & ΕΟΔΥ), πολλοί απ’ τους οποίους πρόκειται ν’ απολυθούν, σημειώνουν σε δικό τους κείμενο ότι «οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμού σε καταυλισμούς που ορίζει αποκλειστικά το υπουργείο, απομακρυσμένα από τον αστικό ιστό, συνεχίζονται και δεν είναι εθελοντικές».
Όσον αφορά στη σημασία της σταθερής στέγης επισημαίνουν ότι «οι διαμένοντες έχουν αναπτύξει δίκτυα υποστήριξης εντός και εκτός της Δομής Φιλοξενίας, τα οποία δρουν ανακουφιστικά και προστατευτικά για τη σωματική και ψυχική τους ακεραιότητα. Στην Αθήνα, πραγματοποιούνται κρίσιμα ιατρικά ραντεβού και χειρουργικές επεμβάσεις, οι οποίες εκκρεμούσαν λόγω μη πρόσβασης σε δομές υγείας και έθεταν σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή των ατόμων, ρυθμίζονται σοβαρά ψυχιατρικά ζητήματα και γίνεται προσπάθεια κάλυψης βασικών βιοτικών αναγκών. Μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ασφαλισμένων και μη, κατάφερε επίσης να εμβολιαστεί επαρκώς κατά του ιού Covid-19.
» Ακόμη, σε συνεργασία με τη νομική υπηρεσία της δομής, σημαντικά μεγάλος αριθμός ατόμων βρέθηκε σε θέση να κατανοήσει τις διαδικασίες αίτησης ασύλου, να αποκτήσει νομιμοποιητικά έγγραφα και να “ανοίξει” τις ακυρωμένες υποθέσεις εκ νέου.
» Άτομα μόνα και οικογένειες ήρθαν σε επαφή με υπηρεσίες απασχολησιμότητας και εκμάθησης της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας, ενώ ταυτόχρονα παιδιά έχουν εγγραφεί στα ελληνικά δημόσια σχολεία. Το επερχόμενο κλείσιμο της δομής έρχεται να γκρεμίσει κάθε προαναφερθείσα προσπάθεια ένταξης των ατόμων και να τα αποκόψει από κάθε δίκτυο υποστήριξης που έχουν αναπτύξει – τα οποία μετά βίας λειτουργούν αποτελεσματικά στην πρωτεύουσα, πόσο μάλλον σε απομακρυσμένες περιοχές-.»
Ελάχιστα φαίνεται ότι ενδιαφέρουν αυτά τον δήμαρχο Αθηναίων (που σε συνεννόηση πάντα με το υπουργείο) αποφάσισε να μην ανανεωθεί η σύμβαση παραχώρησης του οικοπέδου, κατά… σατανική σύμπτωση την ίδια περίοδο που προωθείται η διπλή ανάπλαση στην περιοχή, με την κατασκευή του νέου γηπέδου του Παναθηναϊκού και τη διαμόρφωση των γύρω χώρων.
Αύριο μάλιστα δρομολογείται η άφιξη λεωφορείων στον χώρο με σκοπό την μετακίνηση 226 ατόμων. Για εκείνους κι άλλους τόσους ακόμη έχει υπάρξει πρόβλεψη να μετακινηθούν σε άλλη δομή (Σχιστό, Μαλακάσα, Ριτσώνα, Θήβα, Κουτσόχερο Λάρισας), για τους 1.000 που μένουν, το μέλλον είναι όπως φαίνεται ο δρόμος, καταγγέλλει η ΚΕΕΡΦΑ.
Κατά τη διάρκεια της ηχηρής κινητοποίησης, οι πρόσφυγες χτυπούσαν ρυθμικά κατσαρόλες και τηγάνια, πραγματοποιήθηκε επίσης συνέντευξη τύπου.
Μπροστά απ’ τα πανό τους ο συντονιστής της ΚΕΕΡΦΑ Πέτρος Κωνσταντίνου σημείωσε με νόημα ότι «πρώτα διαφημίζανε τη δομή, παίρνανε λεφτά και τώρα τη διαλύουνε».
«Η Αθήνα μετατρέπεται σε πόλη χωρίς ΚΑΜΙΑ δομή φιλοξενίας για τους πρόσφυγες μετά την οριστική διακοπή και του προγράμματος ΕΣΤΙΑ με φιλοξενία σε σπίτια», συνέχισε και ζήτησε «να συνεχίσουν τα προγράμματα φιλοξενίας στον Ελαιώνα και στα σπίτια, να δοθούν χαρτιά και άσυλο για όλους, να συνεχίσουν να εργάζονται οι κοινωνικοί λειτουργοί και όλο το προσωπικό ώστε να έχουν φροντίδα και πρόσβαση στις υπηρεσίες ασύλου, στα νοσοκομεία οι πρόσφυγες.»
Ο Ηλίας Μούρης, πρόεδρος της Ε’ ΕΛΜΕ τάχθηκε κατά των μετακινήσεων που θα αποκόψουν τα παιδιά από τα σχολεία. Ενώ ο Γιώργος Τσιάκαλος, ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικού ΑΠΘ αναρωτήθηκε: «Κάποτε διαφημιζόταν αυτό το μέρος παγκοσμίως ως πολιτισμός στην αντιμετώπιση των προσφύγων από το ελληνικό κράτος. Που πήγε ο πολιτισμός; Γιατί αντικαταστάθηκε από την βαρβαρότητα;».
Τον λόγο πήραν αρκετοί πρόσφυγες από πολλές χώρες μιλώντας στις γλώσσες τους. Μιλούσαν ανοικτά για μια ρατσιστική πολιτική. Και καλούσαν ονομαστικά τον Κ. Μητσοτάκη να την αλλάξει.
Η φράση που ακόμη ηχεί στην Αγίου Πολυκάρπου, είναι «Νο Close». Η φράση αυτή κι ο διαπεραστικός ήχος απ’ τα χτυπήματα στα καθημερινά οικιακά τους σκεύη.