Τον Μάιο του 2010, κατά τη διάρκεια μεγάλης διαδήλωσης και έντασης, στο νεοκλασικό κτίριο της Σταδίου, όπου στεγάζονταν η τράπεζα Marfin, ξέσπασε φωτιά από ρίψη μολότοφ. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουν τη ζωή τους τρεις εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και μία έγκυος.
Πέρασαν 14 ολόκληρα χρόνια αλλά ήρθε η κρίση του Αρείου Πάγου, με την οποία επιρρίπτονται ευθύνες στην εκμισθώτρια τράπεζα για μη λήψη μέτρων ασφαλείας. Βάσει αυτής ακυρώνεται η απόφαση του Εφετείου και το Ανώτατο Δικαστήριο αναπέμπει την υπόθεση σε νέα δίκη με διαφορετική σύνθεση, σύμφωνα με το dikastiko.gr.
“Δεχόμενη σχετική αναίρεση ανήρεσε την με αριθμό 5541/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αναγνωρίζουσα την ευθύνη της τότε μισθώτριας Τράπεζας MARFIN και των κατ’ ιδίαν εξ αδικοπραξίας μελών του Δ.Σ. της, για την μη λήψη μέτρων ασφαλείας προς αποτροπή της καταστροφής του καταστήματος της MARFIN στο νεοκλασικό κτίριο στην οδό Σταδίου αριθ. 23, συνεπεία πυρκαϊάς κατά τη διάρκεια πορείας – συλλαλητηρίου την 5η Μαΐου 2010” αναφέρεται στην απόφαση που δημοσιεύθηκε επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνου Σακελλαριάδη που εκπροσώπησε την ιδιοκτήτρια του ακινήτου.
Μεταξύ άλλων στην απόφαση του Αρείου Πάγου σημειώνεται πως “το Εφετείο υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αδικοπρακτικής ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης μισθώτριας τράπεζας και των μελών του ΔΣ αυτής (δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου των αναιρεσίβλητων), ως προς τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς παραλείψεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 330, 300, 297 και 298 του ΑΚ, τις οποίες εσφαλμένα δεν εφάρμοσε κι έτσι παραβίασε αυτές εκ πλαγίου”.
Αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες από το Εφετείο
Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την απόφαση του το Εφετείο “ειδικότερα, 1) δέχθηκε ότι για την ολοσχερή καταστροφή του μισθίου δεν φέρει καμία υπαιτιότητα η πρώτη εναγόμενη μισθώτρια, χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές για τη λήψη και την τήρηση των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας, 2) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες εάν οι αποδιδόμενες παραλείψεις στη μισθώτρια τράπεζα και στα μέλη του ΔΣ αυτής, ως οργάνων του νομικού προσώπου, [α) έλλειψη τοποθέτησης στην πρόσοψη του ισογείου καταστήματος ενισχυμένων “αντιβανδαλικών” υαλοπινάκων, οι οποίοι να αντέχουν σε πολλές κρούσεις με βαριά αντικείμενα είτε ρολών ασφαλείας, β) έλλειψη ύπαρξης δεύτερης εξόδου κινδύνου προς κοινόχρηστο χώρο, γ) έλλειψη τοποθέτησης υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου ή εύκαμπτου σωλήνα συνδεομένου μόνιμα με παροχή ύδατος, δ) έλλειψη μελέτης πυρασφαλείας], ως επίσης να κλείσει το ανωτέρω κατάστημα είτε από την αρχή του ωραρίου λειτουργίας κατά την ημέρα της διαδήλωσης (5-5-2010) είτε πριν από την έναρξη της πορείας, συνετέλεσαν ή μη στην επέλευση του ως άνω αποτελέσματος, συντρεχούσης αιτιώδους συνάφειας, 3) διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί αυτοδίκαιης λύσης της μίσθωσης (στις 5-5-2010), ενώ κατά τις προηγούμενες παραδοχές της, η μίσθωση είχε παραταθεί μέχρι την 30-6-2012 και 4) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί έλλειψης υποχρέωσης της μισθώτριας τράπεζας προς αποκατάσταση των ζημιών του μισθίου και τη μείωση της εμπορικής του αξίας“.
Το σκεπτικό του Αρείου Πάγου: Αναπομπή της υπόθεσης
Όπως τονίζεται “στην ένδικη περίπτωση, στην οποία επρόκειτο για χώρους εργασίας που χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από την 1-1-1995, υπήρχε υποχρέωση “να μην κλειδώνονται” οι έξοδοι κινδύνου, “ούτως ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανεμπόδιστα ανά πάσα στιγμή”. Η υποχρέωση αυτή είχε ενσωματωθεί και στο άρθρο 10 παρ.6 του “εγχειρίδιου ασφαλείας προσωπικού, πελατείας και περιουσίας” της Τράπεζας, που ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο του συμβάντος. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12 -παρ.2 της ΠυρΔ 3/1981, πρέπει να τοποθετείται υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο σε αίθουσες συγκεντρώσεως κοινού των κατηγοριών Β’ και Γ (χωρητικότητας 201 ατόμων και άνω, δηλαδή όχι της κατηγορίας Α’, όπως εν προκειμένω) και, επί πλέον, α) σε αίθουσες συγκεντρώσεως κοινού ανεξαρτήτως κατηγορίας, εφ’ όσον βρίσκονται σε όροφο κτιρίου που υπερβαίνει σε ύψος τα 20 μέτρα και β) σε αίθουσες οιουδήποτε ορόφου, των οποίων η προσέγγιση με εύκαμπτους σωλήνες, τροφοδοτούμενους με νερό από το εξωτερικό του κτιρίου, είναι δυσχερής. Και πάλι, όμως, από την υποχρέωση αυτή (όπως και από την εναλλακτική υποχρέωση τοποθέτησης εύκαμπτου σωλήνα μήκους 15 μέτρων,1 με ακροφύσιο, του οποίου η άλλη άκρη πρέπει να προσαρμόζεται μονίμως σε κρουνό της εσωτερικής υδραυλικής εγκατάστασης, τοποθετημένο προς το σκοπό αυτό, άρθρο 12 παρ.3 της ΠυρΔ 3/1981) απαλλάσσονται όσοι εκμεταλλεύονται αίθουσες συγκέντρωσης κοινού με πληθυσμό μικρότερο των 50 ατόμων, στις οποίες θεωρείται αρκετή η πρόβλεψη τουλάχιστον 2 φορητών πυροσβεστήρων ξηράς κόνεως (άρθρο 12 παρ.1 περ. δ’ της ΠυρΔ 3/1981). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ΠυρΔ 3/1981, οι διευθυντές και οι επιχειρηματίες αιθουσών συγκεντρώσεως κοινού, κατά την έννοια της ΠυρΔ, υποχρεούνται να οργανώνουν και εκπαιδεύουν το προσωπικό τους, συνεχώς, σε θέματα πυροπροστασίας, κατάσβεσης πυρκαγιών, εκκένωσης των χώρων κ.λπ.
Για τους λόγους αυτούς “αναιρεί την υπ’ αριθ. 5541/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τα λοιπά. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση“.
Εντός της τράπεζας βρήκαν τραγικό θάνατο τρεις εργαζόμενοι μεταξύ των οποίων και μια έγκυος γυναίκα. Οι φυσικοί αυτουργοί δεν έκατσαν ποτέ στο εδώλιο.
Το 2013 στελέχη της τράπεζας καταδικάστηκαν για φόνο εξ αμελείας τριών υπαλλήλων, τις σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και για πολλαπλές παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού.
Οι οικογένειες των θυμάτων μετά την αποδεδειγμένη ενοχή των στελεχών στράφηκαν κατά της τράπεζας για αποζημιώσεις το 2018. Το 2019 ο Άρειος Πάγος προχώρησε στην αναίρεση απόφασης που δικαίωνε συγγενείς θυμάτων και υπαλλήλους, στέλνοντας πίσω στο Εφετείο την υπόθεση για νέα εκδίκαση καθώς έκρινε υπερβολικά τα ποσά της αποζημίωσης που επιδικάστηκαν.
Το 2020 η υπόθεση της Marfin έλαβε και άλλες διαστάσεις, εξαιτίας της απαίτησης από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους να ακυρώσει τις δικαιώσεις αποζημιώσεων των συγγενών θυμάτων της Marfin, που είχαν οριστεί το 2018. Τότε υπήρξε πολιτική παρέμβαση του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη για να καταβληθούν οι αποζημιώσεις.
Είχαν προηγηθεί έντονες αντιδράσεις από τη γνωστοποίηση ότι το ελληνικό δημόσιο ζήτησε από το Συμβούλιο Επικρατείας να αναιρέσει την απόφαση με την οποία επιδικάστηκαν από το Εφετείο αποζημιώσεις συνολικά 2.24 εκατομμυρίων ευρώ στις οικογένειες των θυμάτων και των 24 εργαζόμενων του υποκαταστήματος. Μέχρι σήμερα, δεν έχει υπάρξει αποτέλεσμα.