Πριν την επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία διοικούνταν
μέσω του συστήματος της Τετραρχίας. Από δω και στο εξής ξεκινά η δυναστική
διαδοχή και ο αυτοκράτορας εμφανίζεται πλέον ως μονοκράτορας. Βεβαίως όπως
επισημάναμε δεν λείπουν περιπτώσεις συμβασιλείας, αλλά και αντιβασιλείας, που
σχετίζονταν με άμεσα συγγενικά του πρόσωπα.
Ο Κωνσταντίνος ο Α΄ διαίρεσε την αυτοκρατορία σε επαρχότητες, όπου κάθε
επαρχότητα περιλάμβανε περισσότερες διοικήσεις και κάθε διοίκηση περισσότερες
επαρχίες. Οι επαρχίες αποτελούσαν τμήματα διοικήσεων και οι διοικήσεις τμήματα
των επαρχοτήτων, με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός συγκεντρωτικό διοικητικού
συστήματος.
Η επαρχότητα της Ανατολής ήταν η μεγαλύτερη και αποτελούνταν από πέντε
διοικήσεις (Αιγύπτου, Ανατολής, Πόντου, Ασιανής και Θράκης, δηλαδή από Αίγυπτο
και Λιβύη, Εγγύς Ανατολή και Θράκη). Η επαρχότητα του Ιλλυρικού αποτελούνταν
από τις διοικήσεις της Δακίας, και της Μακεδονίας (Δηλαδή Ελλάδα και κεντρικά
Βαλκάνια). Η ιταλική επαρχότητα που περιλάμβανε εκτός από την Ιταλία το
μεγαλύτερο τμήμα της λατινικής Αφρικής και την Δαλματία, Πανονία, Νορικό και
Ραιτία. Η γαλατική επαρχότητα αποτελούνταν από την ρωμαϊκή Βρετανία και
Γαλλία, την Ιβηρική χερσόνησο και το απέναντι από αυτήν τμήμα της Μαυριτανίας.
Επικεφαλής κάθε επαρχότητας ήταν ο Έπαρχος των πραιτωρίων αν και το αξίωμα
αυτό ασκήθηκε στην πράξη από δυο αξιωματούχους. Από όλους τους Έπαρχους δυο
ήταν οι ανώτεροι, αυτοί της Ανατολής με έδρα την Κωνσταντινούπολη και της
Ιταλίας με έδρα την Ρώμη. Κατόπιν έρχονταν αυτοί του Ιλλυρικού με έδρα την
Θεσσαλονίκη και της Γαλατίας.
Το πιο σημαντικό στο διοικητικό σύστημα του Κωνσταντίνου ήταν πως διαχώρισε
την στρατιωτική από την πολιτική εξουσία. Την πολιτική διοίκηση της επαρχίας την
ασκούσε αποκλειστικά ο διοικητής της και την στρατιωτική διοίκηση ο δουξ που
μπορούσε μάλιστα να έχει υπό τις εντολές του στρατεύματα παραπάνω της μιας
επαρχίας. Η Κωνσταντινούπολη και η Ρώμη εξαιρέθηκαν από την αρμοδιότητα των
Επάρχων των πραιτωριών και υπάγονταν απ’ ευθείας στους ανεξάρτητους Έπαρχους
της πόλεως, που είχαν την υψηλότερη θέση στην υπαλληλική ιεραρχία μετά τους
Έπαρχους των πραιτορίων. Ο Έπαρχος μάλιστα της Κωνσταντινούπολης είχε μια
σειρά από αρμοδιότητες όπως: α) δικαστικές β) περιφρούρησης της τάξεως γ)
τροφοδοσίας της πόλεως δ) ελέγχου της οικονομικής ζωής.
Ο σημαντικότερος ωστόσο αξιωματούχος υπήρξε ο magister officiorum, στον
οποίον υπάγονταν όλα τα officia του κράτους, δηλαδή ολόκληρη η διοίκηση της
κρατικής μηχανής. Δημιουργήθηκε έτσι ένας μεγάλος γραφειοκρατικός μηχανισμός
από αναρίθμητους υπαλλήλους, αλλά και από αυτοκρατορικούς ταχυδρόμους
(agentes in rebus) και πράκτορες (curiosi) που διέτρεχαν την αυτοκρατορία ως
κατάσκοποι, ώστε να ελέγχουν τα φρονήματα των υπαλλήλων.
Εκτός από τον magistro officiorum, που ήταν υπεύθυνος και για την προσωπική
ασφάλεια του αυτοκράτορος και τις αυλικές τελετουργίες, σημαντικό πρόσωπο
υπήρξε και ο quaestor sacrii palatii, που είχε θέση υπουργού δικαιοσύνης.
Επεξεργαζόταν τα νομοσχέδια και συνυπέγραφε τα αυτοκρατορικά διατάγματα.
Επίσης σημαντικοί αξιωματούχοι υπήρξαν οι διευθυντές του δημοσίου ταμείου και
του ιδιωτικού ταμείου του αυτοκράτορα που έφεραν τον τίτλο comes sacrarum
largitionum και comes rerum privatarum.
O Κωνσταντίνος επιδίωξε να πάρει με το μέρος του τις ανώτερες κοινωνικές
τάξεις και τους συγκλητικούς μοιράζοντας διάφορους τίτλους όπως Νωβελήσσιμοι
(για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας), πατρίκιοι (ευπατρίδες), Κλαρίσσιμοι
(συγκλητικοί) κ.ο.κ.. Οι τελευταίοι αντλούσαν την δύναμή τους όχι τόσο από την
πολιτική τους θέση, αλλά από την μεγάλη γαιοκτησία τους.
Εκτός όμως από την Σύγκλητο ο Κωνσταντίνος ο Α΄ είχε δημιουργήσει ένα
συμβουλευτικό σώμα υπό τον τίτλο sacrum consistorium, του οποίου τα τακτικά μέλη
προέρχονταν από τα ανώτερα στρώματα της υπαλληλικής διοικήσεως. Στο συμβούλιο
αυτό συμμετείχαν κάποιοι από τους συγκλητικούς, ενώ οι Έπαρχοι των πραιτωριών
ήταν αποκλεισμένοι.
Όσο αφορά τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις ο Κωνσταντίνος προχώρησε στην
κατάργηση των πραιτοριανών, δηλαδή της αυτοκρατορικής φρουράς, η οποία με την
δύναμή της συχνά πυκνά ανέτρεπε τον υπέρτατο άρχοντα και μείωσε την δύναμη των
λεγεώνων από 6.700 άνδρες σε 1.500. Ο Κωνσταντίνος διόρισε σε κάθε
αυτοκρατορική πρωτεύουσα δυο ισότιμους αρχηγούς του στρατεύματος και στο
ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ακόμα τρεις με τοπική περιορισμένη εξουσία.
Αυτοί οι τρεις είχαν υπό τις διαταγές τους τον στρατό κρούσης (comitatenses) και
τους δούκες που διοικούσαν τις περιφερειακές μονάδες του στρατού, τους limitanei.
Έτσι από τους αρχικούς δυο ανώτατους στρατιωτικούς, που διοικούσαν το πεζικό και
το ιππικό, δημιουργήθηκαν τώρα πέντε με ξέχωρες αρμοδιότητες, οι οποίοι
υπάγονταν όλοι στον αυτοκράτορα.
Εκτός των παραπάνω ξεκίνησε ή ολοένα μεγαλύτερη χρήση μισθοφόρων, κυρίως
Γότθων, τους οποίους χρησιμοποιούσαν περισσότερο για το ιππικό. Αυτό γινόταν για
να αντιμετωπιστεί το ισχυρό ιππικό των Περσών, καθώς οι Σασσανίδες συνιστούσαν
τότε τον κυριότερο αντίπαλο της αυτοκρατορίας. Αυτοί οι μισθοφόροι αποτελούσαν
τα λεγόμενα auxilia palatina, τα οποία φαίνεται ότι συγκροτήθηκαν πριν το πόλεμο
του Κωνσταντίνου εναντίον του Μαξέντιου.
Ο αυτοκράτορας δημιούργησε και το κατάφρακτο ιππικό σώμα των κλιβανάριων.
Αυτοί διέθεταν εξοπλισμό παρόμοιο με των Περσών, δηλαδή ήταν πλήρως
θωρακισμένοι με κλειστό κράνος και με ολόσωμο φολειδωτό και αρθρωτό θώρακα,
ενώ τα άλογα διέθεταν ανάλογη προστασία, που κάλυπτε το κεφάλι και τα πλευρά ως
την ουρά. Φαίνεται ότι αυτούς τους σχηματισμούς του ιππικού τους αύξησε ο
Κωνστάντιος Β΄ χρησιμοποιώντας τους στον στρατό κρούσης της Ανατολής.
Όσο αφορά τα όρια του κράτους του Μ . Κωνσταντίνου, όπως μας πληροφορεί ο
Ζώσιμος περιλάμβανε εδάφη που νότια έφθαναν στην Αίγυπτο και την Λιβύη, βόρεια
μέχρι την Άνω Μυσία κοντά στον Δούναβη, ανατολικά μέχρι την Αρμενία και την
Μεσοποταμία και δυτικά μέχρι την Ισπανία και την Βρετανική νήσο 1 . Επρόκειτο για
την μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε δημιουργηθεί ποτέ κατά την ύστερη
αρχαιότητα.