Του Δημητρίου Λυκούδη, Δ/ντου Σύνταξης της εφημ. «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Η επικύρωση της συμφωνίας και η υπερψήφιση του νομοσχεδίου για το γάμο των ομοφύλων και της τεκνοθεσίας απ᾿ αυτούς, όπως πολλές φορές γράψαμε στην «Κ.τ.Ο.», δεν ήταν δυνατόν να μην προκαλέσει αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας, μια αναταραχή που θα διογκώνεται όσο περνάει ο καιρός και καλούνται όλοι πλέον, Εκκλησία και Πολιτεία, να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτών των αποφάσεων σε πλέον πρακτικό επίπεδο.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, διά της συνεδρίασης της από 5ης Μαρτίου 2024, σχετικά με τη συμμετοχή πολιτικών και πολιτειακών αρχόντων της χώρας στην Εθνική Εορτή και συνάμα στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, την 25η Μαρτίου, αποφάσισε τη μεταφορά του τόπου εορτής, από τον Μητροπολιτικό Ναό του Ευαγγελισμού Αθηνών στη Μονή Πετράκη, λίγο υψηλότερα, σπεύδοντας να επιπροσθέσει ότι πρόκειται να τελεστεί λιτά, στέλνοντας τα απαραίτητα μηνύματα στους δικαιούχους!
Δεν πρόκειται για μια κοινή, απλή εορτή, ώστε να τελεστεί λιτά! Πρόκειται για την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η οποία από τον 9ο αι. εορτάζεται πανηγυρικά εις μνήμην όσων πρωτοστάτησαν ενάντια στην εικονομαχία και τους οπαδούς της.
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τελούνταν πανηγύρεις, στο αποκορύφωμα των οποίων παρίστατο ο Αυτοκράτορας. Στον δε ελληνικό χώρο, από την εποχή του Γεωργίου του Α΄, του βασιλέως, η Εορτή καθιερώθηκε να τελείται μετά τιμών στη μητρόπολη των Αθηνών, οπότε και προσερχόταν ο ίδιος ο βασιλέας για να αναγνώσει το «Σύμβολο της Πίστεως», το γνωστό «Πιστεύω».
Σήμερα, οι πολιτειακοί άρχοντες χαίρονται, διότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος τους έκανε μια μεγάλη χάρη: τούς απάλλαξε από έναν άχαρο, ως φαίνεται από την ώρα προσέλευσής τους, εκκλησιασμό! Σιγά μη σκάσουν που μεταφέρεται ο τόπος εορτής από τον έναν ναό στον άλλον! Απεναντίας, ευκαιρία γι᾿ αυτούς να «αξιοποιήσουν» το πρωινό τους καλύτερα, χωρίς να στενοχωριούνται ιδιαιτέρως για την έμμεση φραγή και αποκλεισμό που τους εχάρισε η Ιερά Σύνοδος.
Ταυτόχρονα, όμως, στην άρνηση της Πολιτείας να αποδεχθεί ή, έστω να ακούσει τη «φωνή» της Εκκλησίας παραχαράσσεται και η όλη συμβολή της Εκκλησίας στα χρόνια της σκλαβιάς, στα 400 μαρτυρικά χρόνια επί Τουρκοκρατίας, τότε που η φλόγα της Πίστεως γαλούχησε γενιές και γενιές και φρόντισε να αναδυθούν οι ένδοξοι Νεομάρτυρες και Οσιομάρτυρες του Χριστού, που μάχονται «υπέρ βωμών και αξιών» και «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
Στην άρνηση της Πολιτείας να αποδεχθεί ή, έστω να ακούσει τη «φωνή» της Εκκλησίας παραχαράσσεται και η συμβολή των «Κοινοτήτων», των τοπικών αυτών θεσμών που καλλιεργούσαν σε κάθε χωριό και κάθε τόπο τη σωφροσύνη και την εντιμότητα, την ανδρεία και την αξιοπρέπεια και που ως θεσμοί ενισχύονταν ή, κάποιες φορές, διοικούνταν από τους ταπεινούς ιερείς του τόπου που, τότε, κατά αναντιστοιχία φαίνεται με σήμερα, κάθε παπάς ήταν και ζευγάς καί δάσκαλος καί πατέρας καί μητέρα καί οικογένεια καί προσκεφάλι ανύστακτο δίπλα σε κάθε υπόδουλο έλληνα, δίπλα σε κάθε υπόδουλο αγωνιστή.
Ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός συμπορεύτηκαν και συνυπούργησαν κάθετι υψηλό και ανδρείο στην ευρὐτερη ελληνική επικράτεια. Όπου δε, σημειώθηκαν ακρότητες, καί από τις δύο πλευρές, αυτές δεν αφορούσαν παρά συγκεκριμένες και μονότατες εξαιρέσεις που αδυνατούν να αμαυρώσουν την όλη εικόνα. Έτσι και οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, από της Επαναστάσεως του 1821 έως σήμερα, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, είχαν κατορθώσει να κινούνται σε διακριτούς ρόλους και χώρους, ώστε ο ένας θεσμός να σέβεται τον άλλον, έστω, κάποιες φορές, και με δυσκολίες πολλές.
Σήμερα, όμως, στην άρνηση της Πολιτείας να αποδεχθεί ή, έστω να ακούσει τη «φωνή» της Εκκλησίας παραχαράσσεται η εθνική και ιεραποστολική δράση ενός Ισαπόστολου του Γένους, ενός Κοσμά Αιτωλού, παραθεωρείται η δράση ενός Κοσμά Φλαμιάτου, ακυρώνεται η αφυπνιστική προσπάθεια ενός Χριστόφορου Παναγιωτοπούλου (Παπουλάκου).
Σήμερα, όμως, στην άρνηση της Πολιτείας να αποδεχθεί ή, έστω να ακούσει τη «φωνή» της Εκκλησίας ακυρώνεται κάθε εκκλησιαστική προσπάθεια διάσωσης και διάδοσης της ελληνικής γλώσσας επί Τουρκοκρατίας, όταν κάθε μοναστήρι, ακόμη και εντός του Αγίου Όρους, στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, λειτουργούσε το γνωστό σε όλους μας «κρυφό» σχολειό και που πολλοί σήμερα «περισπούδαστοι» και νεότεροι ιστορικοί επιχειρούν να αμαυρώσουν.
Και, όμως! Στην Οκτάηχο, τη γνωστή Παρακλητική, στα Μηναία, στο Ωρολόγιο έμαθαν τα ελληνόπουλα καί να γράφουν καί να διαβάζουν και να υμνούν το Θεό για να φθάσουμε σήμερα να προβάλλουμε κάθε «δικαιωματισμό» εκεί που ξεχάσαμε τις ρίζες, τις υποχρεώσεις και της εθνικοθρησκευτικές καταβολές μας.
Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου, ο γνωστός σε όλους μας «Μακρυγιάννης» έλεγε πως η πίστη του Χριστού είναι βαθειά ριζωμένη στους Έλληνες, ότι και όσα αν επιχειρούν οι αντιφρονούντες!
Και ο συγγραφέας Charles Frazee στο βιβλίο του «Ορθόδοξος Εκκλησία καί Ελληνική Ανεξαρτησία, 1821-1852», πολύ εύστοχα παρατηρεί: «Δεν νομίζω ότι θα είναι υπερβολή εάν λέγαμε ότι η παρουσία καί προσφορά των αρχιερέων ήταν ισότιμη καί ισοβαρής με την παρουσία των μεγάλων καπεταναίων Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μακρυγιάννη, Ανδρούτσου, Μπότσαρη, Κανάρη κλπ. Δεν υπήρξαν απλώς πολεμιστές, αλλά πραγματικοί πολέμαρχοι στις μάχες καί τις θυσίες. Καί το σημαντικότερο είναι ότι, όταν πέρασε η ώρα της προσφοράς καί της θυσίας, ως νέοι Κιγκινάτοι, εναπέθεσαν καρυοφύλλια καί γιαταγάνια, έβγαλαν φουστανέλλες καί στολές, πήραν πάλι τις πατερίτσες τους καί ξαναφόρεσαν το ράσο γιά να επανέλθουν καί αφοσιωθούν στα αγιαστικά καί ποιμαντικά τους καθήκοντα, έχοντας ήσυχη την συνείδησή τους – όσοι βέβαια επέζησαν – ότι τον αγώνα τον καλόν αγωνίσθηκαν καί επετέλεσαν εύορκα το καθήκον τους».
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας dogma.gr/