Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΛΙΣΚΑΣ 811 μ.Χ.
Του Γεωργίου Καραμαδούκη
Αφού λοιπόν ο Νικηφόρος ολοκλήρωσε τις μεταρρυθμίσεις του, κινήθηκε εκ
νέου προς κατατρόπωση των Βουλγάρων το 811 μ.Χ. Στην εκστρατεία του μάλιστα
αυτή συμμετείχαν και ο υιός του Σταυράκιος και ο γαμβρός του Μιχαήλ Ραγκαβές,
οι οποίοι θα τον διαδεχτούν στην εξουσία. Ο Κρούμμος αρχικώς βλέποντας την
πολυπληθή αυτή στρατιά να φθάνει στο φρούριο των Μαρκελλών, ζήτησε από τον
Νικηφόρο ειρήνη, την οποία όμως ο αυτοκράτορας αρνήθηκε. Έτσι στις 20 Ιουλίου
ο βυζαντινός στρατός προχώρησε μέσα από τις δύσβατες αυτές στενωπούς του
Αίμου για να πολεμήσει τους Βουλγάρους στην πρωτεύουσά τους Πλίσκα, όπου
βρίσκονταν περί τους 12.000 εχθρούς.
Ο βυζαντινός στρατός αφού κατανίκησε τον βουλγαρικό αντιμετώπισε επίσης
νικηφόρα έναν ακόμα μεγαλύτερο στρατό 15.000 Βουλγάρων που είχε συνταχθεί
ανοργάνωτα. Αφού κυρίευσε την πόλη ο Νικηφόρος, άρχισε την λεηλασία της
πυρπολώντας την και λαμβάνοντας πολλά λάφυρα. Ο Κρούμμος αιτήθηκε τότε για
δεύτερη φορά ειρήνη λέγοντας τα ακόλουθα: «ἰδού, νενίκηκας. λάβε οὖν, εἴ τί σοι
ἀρεστόν ἐστιν, καὶ ἔξελθε ἐν εἰρήνῃ», όμως και πάλι ο αυτοκράτορας την απέρριψε
προχωρώντας σε ανηλεείς σφαγές ανθρώπων και ζώων.
Κατόπιν ο Νικηφόρος αποφάσισε να συνεχίσει την εκστρατεία του κατά των
Βουλγάρων στην Σαρδική. Ωστόσο ο Κρούμμος είχε καλέσει να έρθουν ενισχύσεις
Αβάρων και Σλάβων και φρόντισε να ασφαλίσει τις διόδους διαφυγής των διαφόρων
στενωπών με ξύλινα οχυρώματα, ώστε να παγιδεύσει τους Βυζαντινούς. Στο
βυζαντινό στράτευμα μετά τις λεηλασίες έπαψε να υπάρχει η απαιτούμενη
πειθαρχία, καθώς στρατιώτες, αλλά και άτακτοι που είχε στρατολογήσει ο βασιλέας
επιθυμούσαν τώρα να επιστρέψουν στις οικίες τους και να ευχαριστηθούν τα
λάφυρά τους.
Παρά το γεγονός ότι ήρθαν οι ενισχύσεις που περίμενε, ο Κρούμος δεν θέλησε
να επιτεθεί σε ανοιχτό πεδίο με τους βυζαντινούς, αλλά προτίμησε να τους
κατατροπώσει μέσω ενέδρας στα περάσματα των βουνών. Ο Νικηφόρος βάδισε στις
25 Ιουλίου για την Βούμπριτσα (45 χλμ νοτιοδυτικά της Πλίσκας), όπου είδε το
πέρασμα αυτό περιφραγμένο με ξύλινες οχυρώσεις. Εκεί λοιπόν έγινε μια συζήτηση
για το τι έπρεπε να πράξουν. Μάλιστα ο αυτοκράτορας θύμωσε πολύ με τον γιο του
Σταυράκιο, ο οποίος ως εκπρόσωπος των αξιωματούχων του στρατεύματος, του
ανέφερε να υποχωρήσουν στον φρούριο των Μαρκελλών. Και ενώ οι Βούλγαροι
ετοιμάζονταν ενισχυμένοι για την εφόρμησή τους, οι βυζαντινοί συνέχιζαν τις
διαμάχες τους καθηλωμένοι επί δυο μέρες. Μάλιστα σύμφωνα με τον Θεοφάνη ο
Νικηφόρος φαίνεται να είπε πως «κἂν πτερωτοὶ γενώμεθα, μηδεὶς ἐλπίσοι διαφυγεῖν
τὸν ὄλεθρον».
Εκμεταλλευόμενοι αυτήν την καθήλωση και την απειθαρχία στο βυζαντινό
στράτευμα, οι Βούλγαροι αποφάσισαν να επιτεθούν. Το βράδυ, ημέρα Σάββατο,
έζωσαν το στρατόπεδο των βυζαντινών και θέλησαν να προκαλέσουν ταραχή
αλαλάζοντας. Τα ξημερώματα ξεκίνησαν την επίθεση τους. Το άνθος των
βυζαντινών αξιωματικών έπεσε μαχόμενο, καθώς αναφέρονται τα ονόματα των
πατρικίων Αετίου, Σισσινίου του Τρίφυλλου, Πέτρου, Θεοδοσίου Σαλιβαρά και
Ρωμανού. Από την σφαγή δεν γλύτωσε ούτε ο ίδιος ο Νικηφόρος, του οποίου την
κεφαλή απέκοψε ο Κρούμμος και την κάρφωσε επί πασσάλου, Μάλιστα αργότερα
έγδαρε την κεφαλή, χρησιμοποιώντας το κρανίο ως ποτήρι.
Ο Κρούμμος θέλοντας και αυτός να ανταποδώσει τις φρικαλεότητες που και ο
Νικηφόρος είχε πραγματοποιήσει με την σφαγή αμάχων στην Πλίσκα,
συμπεριφέρθηκε αναλόγως στους αιχμαλώτους που συνέλαβε. Έσφαξε και έκαψε
γυναίκες και ορφανά, ενώ και αυτός ο ίδιος ο υιός του Νικηφόρου Σταυράκιος
κόντεψε να σκοτωθεί, αλλά κατάφερε τελικά να γλιτώσει βαριά τραυματισμένος
στην σπονδυλική στήλη καταλήγοντας στην Αδριανούπολη.