Γράφει ο Γεώργιος Καραμαδούκης
Η μεγάλη οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε στο τέλος της Ομηρικής εποχής,
τον 9ο αιώνα, οξύνθηκε στις αρχές του 8ου αιώνα, την περίοδο που έκαναν τα πρώτα
τους βήματα οι πόλεις-κράτη. Ζητήματα όπως η δημογραφική άνοδος, η έλλειψη
καλλιεργήσιμων εκτάσεων («στενοχωρία») και εξειδίκευσης, η απουσία άλλων
μεθόδων πλουτισμού πέρα της γεωργίας, καθώς και ο μονοδιάστατος τρόπος
εκμετάλλευσης της γης, δημιουργούσαν εκρηκτικό συνδυασμό. Ταυτόχρονα, η
εσωτερική κρίση που προκλήθηκε εξαιτίας της κατάληψης των γαιών από τους
ευγενείς, προκάλεσε την αντίδραση των μικροκαλλιεργητών, των μικροϊδιοκτητών
και των ακτημόνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αθήνα, για πρώτη φορά, οι
δούλοι προέρχονταν από την τάξη των πολιτών οι οποίοι αδυνατούσαν να πληρώνουν
τα χρέη τους προς τους ευγενείς. Η οικονομική όξυνε την κοινωνική κρίση και
υποχρέωσε τις πόλεις να αναζητήσουν λύση στο αδιέξοδο. Λύση που όμως ήταν
αδύνατον να βρεθεί στα πλαίσια της κλειστής αγροτικής οικονομίας. Έτσι, οι λύσεις
που δόθηκαν ήταν: η ανάπτυξη του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα της
οικονομίας, οι επεκτάσεις των πόλεων μέσω κατακτητικών πολέμων, ώστε να
αυξήσουν τα εδάφη άρα και τη γη τους, καθώς και εκείνη του αποικισμού. Με τον
αποικισμό οι Έλληνες από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. έως τα μέσα του 6ου αιώνα
επεκτάθηκαν στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο, σε όλο, δηλαδή, τον τότε
γνωστό κόσμο.
Οι αλλαγές που επήλθαν λόγω της αποικιακής εξάπλωσης μετάλλαξαν
σταδιακά τον κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό χαρακτήρα των ελληνικών
πόλεων. Εκεί, όμως, που οι αλλαγές έγιναν άμεσα ορατές ήταν στον οικονομικό
τομέα. Η κρίση αντιμετωπίστηκε έξω από τα όρια της πόλης-κράτους, στον ευρύτερο
χώρο της αποικιακής εξάπλωσης, κυρίως, μέσω της ανάπτυξης του εμπορίου και της
ναυτιλίας, ενώ συνοδεύτηκε από τη βελτίωση των μέσων ναυσιπλοΐας και
επεξεργασίας των μετάλλων.
Κατά την αρχαϊκή εποχή στις πόλεις που ήδη είχαν αναπτύξει το εμπόριό
τους, Αθήνα, Χαλκίδα, Ερέτρια, Σάμος, Μίλητος, Φώκαια, Ρόδος, προστέθηκαν νέες
μετά το 700 π.Χ : Σπάρτη, Σικυών, Μέγαρα, Αίγινα, Πάρος, Νάξος, Χίος, Θάσος. Να
επισημάνουμε στο σημείο αυτό πως όταν αναφερόμαστε στο εμπόριο εννοούμε το
θαλάσσιο εμπόριο αφού δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για τον τρόπο διεξαγωγής
του εμπορίου στην ξηρά, ούτε μεταξύ δύο γειτονικών περιοχών ούτε και για το
τοπικό. H εμπόριο. Η ανάπτυξη του εμπορίου σίγουρα ευνοήθηκε από την αποικιακή
εξάπλωση, σε καμιά περίπτωση όμως η συμβολή του στο εισόδημα των πόλεων δεν
μπορούσε να ξεπεράσει εκείνο της αγροτικής παραγωγής. Πολλοί ήταν οι παράγοντες
που δεν ευνοούσαν ή δυσκόλευαν τη διεξαγωγή του θαλάσσιου εμπορίου: τα πλοία
είχαν μικρή χωρητικότητα, ταξίδευαν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, παρά τη
βελτίωση των μέσων ναυσιπλοΐας, ενώ ο κίνδυνος από αβαρίες, ναυάγια, πειρατές
ήταν εξαιρετικά υψηλός. Έτσι τα κέρδη ήταν μικρά και πολύ δύσκολα
συσσωρεύονταν κεφάλαιο. Ίσως έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι,
εκτός από τις πόλεις που πρωτοστάτησαν στο εμπόριο, τα άλλα κράτη είχαν καθαρά
αγροτική οικονομία, ακόμα και τα παράλια αλλά και τα νησιωτικά. Παρά τις
δυσκολίες, τα ελληνικά εμπορικά πλοία ήταν εκείνα που κυριαρχούσαν στη
Μεσόγειο: υπερτερούσαν από άποψη αριθμού και αποστάσεων που διάνυαν, καθώς
και στον όγκο και την αξία των προϊόντων που μετέφεραν.
Στα πρώτα χρόνια ίδρυσής τους οι αποικίες είχαν ανάγκη από προϊόντα
αγροτικά, βιοτεχνικά που ακόμα δεν ήταν σε θέση να παράγουν οι ίδιες. Επιπλέον,
εισήγαγαν και διάφορα είδη για την παραγωγή των οποίων δεν διέθεταν πρώτες ύλες
ή ήταν προϊόντα που απαιτούσαν ειδική επεξεργασία. Ταυτόχρονα, άρχισαν να
εμπορεύονται με τις μητροπόλεις αγροτικά προϊόντα, πρώτες ύλες, είδη διατροφής
και δούλους, ανταλλάσσοντάς τα με προϊόντα που είχαν ανάγκη. Υπήρχαν και
αποικίες που αποτέλεσαν εμπορικά κέντρα όπου ελληνικά προϊόντα ανταλλάσσονταν
με προϊόντα των ιθαγενών. Αρχαιολογικές ανασκαφές αποδεικνύουν ότι οι εμπορικές
συναλλαγές δεν περιορίζονταν μεταξύ αποικίας και μητρόπολης, αλλά ότι οι
συναλλασσόμενοι ποίκιλλαν και ότι από το εμπόριο επωφελήθηκαν και άλλα κράτη.
Για μεγάλο διάστημα το εμπόριο εξακολούθησε να έχει ευκαιριακό
χαρακτήρα, οι έμποροι ήταν οι ιδιοκτήτες των πλοίων, εξήγαγαν ντόπια προϊόντα και
εισήγαγαν ξένα, ενώ τις περισσότερες φορές έκαναν οι ίδιοι το λιανεμπόριο στα
λιμάνια. Το τελευταίο θα αλλάξει τον 6 ο αιώνα με την εμφάνιση των κάπηλων, που
δεν μετακινούνταν, όπως οι έμποροι, αλλά στα καταστήματά τους συγκέντρωναν
διάφορα προϊόντα και τα πουλούσαν λιανικώς. Πρόκειται για σημαντικό νεωτερισμό,
σταθμό στην ιστορία του εμπορίου, που βοήθησε στην αύξηση της ποικιλίας και της
ποσότητας των παρεχόμενων προς κατανάλωση προϊόντων.
Χωρίς να έχουμε στοιχεία για να υπολογίσουμε το μέγεθος των συναλλαγών
του εμπορίου, φαίνεται ότι οι ελληνικές πόλεις εξάρτησαν την επιβίωση των
κατοίκων τους από τις εισαγωγές: σιτάρι από την Ιταλία, την Αίγυπτο, την
Κυρηναϊκή και τον Εύξεινο Πόντο. Η Αθήνα και άλλες ναυτικές πόλεις εισήγαγαν
ξυλεία, πίσσα και ύφασμα για τα πανιά των πλοίων τους. Αθήνα και Κόρινθος
αποτέλεσαν κέντρα διακίνησης σιτηρών κυρίως στα νησιά του Αιγαίου. Είδη
διατροφής, τρόφιμα πολυτελείας και παστά ψάρια διακινούνταν σε μεγάλες
αποστάσεις. Από την άλλη και οι ελληνικές πόλεις εξήγαγαν αγροτικά προϊόντα όπως
ελαιόλαδο και κρασί, καθώς και διάφορα αντικείμενα κυρίως αγγεία και νομίσματα.
Οι ανάγκες που δημιουργήθηκαν με την ανάπτυξη του εμπορίου, οδήγησαν
στην επιβολή του νομίσματος. Το νόμισμα έκανε την εμφάνισή του στον ελλαδικό
χώρο τον 7ο αιώνα π.Χ. και από τα τέλη του 5ου καθίσταται το κύριο μέσο των
συναλλαγών. Αν και αρχικά υιοθετήθηκε ως εργαλείο για την αποκατάσταση της
κοινωνικής ισότητας, με τη χρηματοδότηση ορισμένων λειτουργημάτων της πόλης, η
υιοθέτησή του δεν εξάλειψε τις παλαιές ανταλλακτικές πρακτικές. Αξιοσημείωτο
είναι το γεγονός ότι το νόμισμα, εκτός από μέσο διευκόλυνσης των συναλλαγών,
αποτέλεσε το ίδιο και εμπορεύσιμο προϊόν κυρίως σε πόλεις που δεν διέθεταν
μεταλλεύματα για την παρασκευή του. Αποδεικνύεται αυτό από το πλήθος
νομισμάτων που βρέθηκαν στο Ρήγιο της Νότιας Ιταλίας, αλλά και στην Αίγυπτο,
όπου, αν και αγνοούσαν τη χρήση του νομίσματος, φαίνεται ότι το έλιωναν και το
χρησιμοποιούσαν για άλλες ανάγκες.
Εκτός από το νόμισμα, οι εμπορικές συναλλαγές καθιέρωσαν και τον τόκο.
Δεδομένου ότι οι εμπορικές επιχειρήσεις είτε απέφεραν μεγάλα κέρδη είτε κατέληγαν
σε καταστροφή όχι μόνο του εμπορεύματος αλλά και του μέσου μεταφοράς, συχνά
και του ίδιου του εμπόρου, οι δανειστές ήθελαν να είναι εξασφαλισμένοι έναντι των
κινδύνων, αλλά και να έχουν συμμετοχή στα κέρδη. Έτσι καθιερώθηκαν τα έντοκα
δάνεια, με υψηλό τόκο που οφειλόταν στην σπανιότητα των κεφαλαίων, στα
αναμενόμενα κέρδη και στον υψηλό κίνδυνο της πειρατείας.