Του Γεωργίου Καραμαδούκη
Η λαογραφία γεννήθηκε μέσα στα πλαίσια ιδεολογικών κινημάτων, αισθητικών ρευμάτων και επιστημονικών θεωριών του 18ου και 19ου αιώνα. Ο Διαφωτισμός που κυρίως διαμορφώθηκε στην Γαλλία και στην Αγγλία ήρθε να διακηρύξει τον ορθό λόγο και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ωστόσο ανέδειξε σε πολιτικό επίπεδο την ιδέα του έθνους-κράτους, πράγμα που επέδρασε στην διαμόρφωση της λαογραφίας ως επιστήμης. Στην Ευρώπη ο εθνικισμός έρχεται ως η πολιτική ιδεολογία της εθνογένεσης και της ανάγκης οργάνωσης του έθνους σε κράτος.
Σύμφωνα με τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης το καθήκον και η αξιοπρέπεια του πολίτη έγκειται στην πολιτική του δράση και η ολοκλήρωσή του στην πλήρη ένωση με το εθνικό κράτος. Η εθνοκεντρική αυτή άποψη έφθασε στο απόγειό της με την ανθρωπολογική θεωρία του εξελικτισμού. Συμφώνως προς αυτή οι ανθρώπινοι πολιτισμοί κατατάσσονται σε τρεις κλίμακες: στην ανώτερη του ευρωπαϊκού πολιτισμού, στην μεσαία των βάρβαρων λαών και στην κατώτερη των αγρίων, οι οποίοι στερούνται πολιτισμού και ζουν κατά φύσιν. Ωστόσο οι διαφωτιστές παρά τις διακρίσεις αυτές στράφηκαν στην έννοια του έθνους με κριτήρια πολιτισμικά και όχι βιολογικά.
Το δίπολο εμείς και οι άλλοι (ευρωπαϊκός πολιτισμός έναντι των απολίτιστων ξένων) διαφέρει από το δίπολο του ρομαντισμού (η δική μας εθνικοθρησκευτική ομάδα έναντι της γειτονικής εθνικοθρησκευτικής ομάδας) στον τρόπο που χρησιμοποιεί τα πολιτιστικά στοιχεία για να ορίσει το έθνος-κράτος. Για τους Γερμανούς ρομαντικούς το έθνος-κράτος δεν προκύπτει απλά ως προϊόν του πολιτισμού από την μακρόχρονη συνοίκηση των ανθρώπων στον ίδιο χώρο, αλλά από τον ξέχωρο χαρακτήρα του κάθε έθνους, που συνιστά βιολογικό φαινόμενο με υπερβατική καταγωγή.
Η λαογραφία επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την γερμανική σχολή σκέψης που εξέφραζε το ρομαντικό πνεύμα. Σε αυτήν την σχολή ανήκει και η έννοια της «ψυχής του λαού» που ταυτίζεται με την ξέχωρη ιδιοσυστασία του κάθε έθνους, η οποία μένει αμετάβλητη διαχρονικά από τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές.
Ο λαός λοιπόν ταυτιζόταν για πολλές δεκαετίες με την έννοια του έθνους και μάλιστα με την αγνή παραδοσιακή του μορφή, η οποία δεν ήταν άλλη από την αγροτική. Έτσι λοιπόν η στόχευση της λαογραφίας υπηρετούσε την πολιτική σκοπιμότητα της εποχής, δηλαδή της διάκρισης των εθνών. Αυτό έγινε στην βάση της αναζήτησης των εκδηλώσεων του παραδοσιακού πολιτισμού του κάθε λαού, που θα αποδείκνυε την κοινή καταγωγή και τα ξέχωρα πολιτιστικά στοιχεία του.
Στην ρομαντική Γερμανία η λαογραφία καθίσταται εθνική επιστήμη και η έννοια του έθνους όφειλε να ανακλάται στο κράτος. Έτσι το κράτος πρέπει να εμφανίζεται εθνικά ομοιογενές και να συνιστά την πολιτική έκφραση του έθνους. Η λαογραφία έρχεται λοιπόν να συμβάλλει στην τέχνη του κυβερνάν, καθώς το κράτος μέσω αυτής διαπαιδαγωγεί και διαπλάθει το έθνος χειραγωγώντας το.
Στην Αγγλία αντιθέτως η λαογραφία προτάθηκε ως μια νέα επιστήμη από τον αρχαιολόγο William Thoms με τον όρο folklore (αυτό που γνωρίζει ο λαός). Ο Thoms συνέδεσε τον όρο αυτό με τα στοιχεία των ηθών, των εθίμων, των προλήψεων, παροιμιών κ.α. προς γνώση του αρχαίου παρελθόντος και όχι για να στοχεύσει στην βιολογική συνέχεια. Και αυτός όπως και o κοινωνιολόγος Tylor έκαναν λόγο για την ύπαρξη επιβιώσεων των στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού του παρελθόντος στο παρόν, όχι όμως για να αποδείξουν την ιστορική συνέχεια ενός λαού, αλλά για να τονίσουν την εξελικτική διαδικασία από τον πρωτογονισμό στον πολιτισμό.
Η ανάγκη επίτευξης κοινωνικής ισορροπίας και εσωτερικής συνοχής οδήγησε στην εποχή της γέννησης της λαογραφίας στο να υιοθετηθεί ο λαϊκός πολιτισμός ως ενιαία πολιτιστική μήτρα και συνεκτική ουσία του έθνους και όχι αυτός των ανώτερων τάξεων. Ο λαϊκός αυτός πολιτισμός είχε να κάνει με έναν πολιτισμό της αριθμητικής πλειοψηφίας του κάθε λαού, με χαρακτηριστικά την προφορικότητα, την μη επεξεργασία και τα λαϊκά δημιουργήματα της τέχνης.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι η εθνοκεντρική αυτή αντίληψη του λαού αναπτύχθηκε κάτω από ένα ευρύτερο ιστορικό και ιδεολογικό περιβάλλον. Παρουσιάστηκε ως αντίδραση των Γερμανών μετά την ήττα της Ιένας το 1807 από τους Γάλλους του Ναπολέοντα, αλλά και των νέων πολιτικών ιδεών του μαρξισμού και της εμφάνισης της παρισινής κομμούνας που αναδείκνυαν την πάλη των τάξεων και καταργούσαν την πολιτισμική ομοιομορφία.
Στην ελληνική πραγματικότητα η λαογραφία δέχθηκε επιδράσεις από τον γερμανικό ρομαντισμό, αλλά δεν ταυτίστηκε με αυτόν. Ο λαός και εδώ είναι συνώνυμος του έθνους σε μια προσπάθεια απόδειξης της ιστορικής του συνέχειας. Ωστόσο για τους Γερμανούς η ρομαντική στροφή προς το παρελθόν σήμαινε στροφή προς τον συντηρητισμό του μεσαίωνα, ενώ για τους Έλληνες την στροφή στις φιλελεύθερες αξίες της αρχαίας Ελλάδας.
Και στην ελληνική περίπτωση ο λαϊκός πολιτισμός σχετίζεται με τα δημιουργήματα του λαού και όχι των επωνύμων. Χαρακτηριστικά ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης στον ορισμό του για αυτήν αναφέρει πως η λαογραφία εξετάζει τις παραδοσιακές εκδηλώσεις του ψυχικού και κοινωνικού βίου του λαού, που η πρώτη αρχή τους είναι άγνωστη και δεν προέρχεται από την επίδραση κάποιας προσωπικότητας.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ
334