Γράφει ο Γεώργιος Καραμαδούκης
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Αν και οι ελληνικές κοινότητες εμφανίζονται από την εποχή της αρχαιότητας αναδείχθηκαν κυρίως κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας και υπήρξαν σημείο αναφοράς της συσπείρωσης του ελληνικού στοιχείου. Το παραπάνω επιβεβαιώνει ο Διονύσιος Ζακυνθινός, ο οποίος μάλιστα αναφέρει τα ακόλουθα: «Αι Ελληνικαί κοινότητες της Τουρκοκρατίας δεν απέρρευσαν εκ των αρχαίων προτύπων. υπήρξαν γέννημα της ανάγκης και αποτέλεσμα της ραστώνης και της διοικητικής ανεπάρκειας του κατακτητού».
Οι Οθωμανοί ακολούθησαν ένα σύστημα διοίκησης που στηρίχθηκε όχι στην βάση της εθνότητας, αλλά της θρησκείας. Βεβαίως την εποχή αυτή τα έθνη ταυτίζονταν σε μεγάλο βαθμό και με την συγκεκριμένη θρησκεία που πίστευαν. Δημιούργησαν λοιπόν τα μιλέτια των Ελλήνων (ρουμ), των Εβραίων και των μουσουλμάνων. Αυτό επιβλήθηκε από την κορανική παράδοση, η οποία υπαγόρευε την παραχώρηση στους λαούς των ιερών βιβλίων το δικαίωμα περιορισμένης τοπικής αυτοδιοίκησης.
Αυτοί που διοικούσαν τις ελληνικές κοινότητες ήταν πλούσιοι άνθρωποι, που αποτελούσαν τους μεσάζοντες ανάμεσα στους παραγωγούς και στην κεντρική εξουσία. Τους συναντάμε με διάφορα ονόματα, όπως προεστοί, δημογέροντες, κοτσαμπάσηδες ή προύχοντες ανάλογα με την περιοχή. Η εκλογή τους γινόταν από την κοινότητα είτε δια βοής είτε με «κοινόν διαλαλισμόν» κατά την γενική συνέλευση των κατοίκων. Η θητεία τους είχε διάρκεια ενός έτους, αλλά αν κρίνονταν πως η διοίκησή τους ήταν επωφελής για την αυτοκρατορία, οι Οθωμανοί παρέτειναν την εξουσία τους για πολλά χρόνια.
Οι συνελεύσεις γίνονταν συνήθως σε κεντρικούς δημόσιους χώρους όπως πλατείες, προαύλια και τα εσωτερικά των εκκλησιών. Σε αυτές μετείχαν όλα τα μέλη της κοινότητας αρκεί να ήταν αυτόχθονες και να είχαν καταβάλει τον κεφαλικό τους φόρο. Τα παραπάνω συνιστούσαν προϋποθέσεις και για όσους επιθυμούσαν να εκλεγούν στα κοινοτικά αξιώματα. Ωστόσο ο καίριος ρόλος των κοινοτικών αρχόντων επέβαλε την εκλογή προσώπων ηλικιακά ώριμων, τα οποία εκτός από πλούτο διέθεταν διοικητικές ικανότητες και εκτίμηση από την τοπική κοινωνία.
Η κοινότητα δεν συνιστούσε νομικό πρόσωπο και οι σχέσεις της με τις τουρκικές αρχές δεν ήταν σχέσεις διοικητών και κοινού, αλλά σχέσεις Οθωμανών αρχόντων και τοπικών Ελλήνων εκπροσώπων της. Το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας των κοινοτήτων δεν ήταν άκαμπτο, αλλά παρουσίαζε ευελιξία και προσαρμοζόταν αναλόγως από τόπο σε τόπο. Η μορφή του κοινοτικού συστήματος και ο βαθμός της αυτονομίας του εξαρτιόνταν από τον χρόνο της κατάκτησης (πριν ή μετά την πτώση της Πόλης), τον τρόπο της κατάκτησης (υποταγή – αντίσταση), το πληθυσμιακό της μέγεθος και την οικονομική του σημασίας.
Συνήθως η κοινότητα συγκροτούνταν από συνένωση διαφόρων οικισμών ανεξαρτήτως μεγέθους, ενώ σπάνιζαν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μια κοινότητα να διαιρούνταν σε επιμέρους. Επίσης στην Βόρεια Ελλάδα συναντούμε πιο έντονο το στοιχείο της παρουσίας των μουσουλμανικών και των εβραϊκών κοινοτήτων απ’ ότι στην νότια.
Οι κοινότητες είχαν να επιτελέσουν μια σειρά λειτουργιών που σχετίζονταν με ποικίλα θέματα για την επιβίωση τους, αλλά και του οθωμανικού κράτους. Απέδιδαν φόρους σε αυτό, επιλύαν τοπικά προβλήματα και προέβαιναν σε απαραίτητα δημόσια έργα και δραστηριότητες κοινωνικής πρόνοιας. Συνεπώς οι λειτουργίες τους ήταν διοικητικής, οικονομικής, δικαστικής και κοινωνικής φύσης καλύπτοντας μια σειρά αναγκών, στις οποίες θα αναφερθούμε εν συνεχεία.
ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΠΟΥ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΑΝ
Ο κύριος λόγος για τον οποίο οι κοινότητες γνώρισαν ανάπτυξη κατά την οθωμανοκρατία ήταν διότι, οι κατακτητές επιδίωξαν την επιβολή ενός συστήματος, που θα εξασφάλιζε την συλλογή φόρων για την εξυπηρέτηση των αναγκών της αυτοκρατορίας. Από την μεριά των Ελλήνων πάλι βοήθησε στην φορολογική αλληλεγγύη των μελών της κοινότητας έναντι της αυθαιρεσίας της κεντρικής εξουσίας.
Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας σε αρκετές περιπτώσεις οι τοπικοί πασάδες εμφάνισαν αποσχιστικές τάσεις από την κεντρική εξουσία. Οι κοινότητες έρχονταν να αποκαταστήσουν αυτό το κενό της οθωμανικής διοίκησης συνδιαλεγόμενες απευθείας με αυτήν στο ανώτατο επίπεδο, πράγμα που εξυπηρετούσε τις ανάγκες τόσο των κοινοτήτων όσο και της αυτοκρατορίας.
Οι άρχοντες των κοινοτήτων υπήρξαν υπεύθυνοι για την διατήρηση και την αποκατάσταση της τάξης. Στα πλαίσια αυτά εκδίκαζαν υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου με ή χωρίς την συνεργασία των οθωμανικών αρχών. Επίσης μεριμνούσαν για τις εκπαιδευτικές ανάγκες της κοινότητας και επιλαμβάνονταν του διορισμού, της αμοιβής και του έργου των δασκάλων.
Η ανάγκη προστασίας της αγροτικής περιουσίας των κατοίκων επέβαλλε τον διορισμό αγροφυλάκων, αλλά και των πολιτοφυλάκων (κάπων) για την ευρύτερη αποφυγή κλοπών. Τέλος οι κοινότητες κάλυπταν τις ανάγκες δημοσίων έργων, αλλά και της εύρυθμης λειτουργίας των εκκλησιαστικών επιτροπών.
Παρά το γεγονός ότι στις κοινότητες αναπτύχθηκε το συλλογικό ήθος και συγγενικά δίκτυα αλληλοϋποστήριξης, η εικόνα της ανυπαρξίας εσωτερικών συγκρούσεων δεν είναι παρά εξωραϊσμένη. Για παράδειγμα οι άρχοντες των κοινοτήτων πολλές φορές βρίσκονταν να κατηγορούνται είτε από την οθωμανική διοίκηση είτε από την κοινότητα για τους χειρισμούς τους και κάποιες φορές το πλήρωναν με την ίδια τους την ζωή.