Τη δική του απάντηση- ανακοίνωση εξέδωσε ο Αμερικανός γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ μετά τις κατηγορίες για δωροδοκία και διαφθορά τις οποίες αντιμετωπίζει, κάνοντας μεταξύ άλλων λόγο για προσπάθεια υπονόμευσης.
Την ίδια ώρα, ο εισαγγελέας του Μανχάταν καλεί όλους όσοι γνωρίζουν οτιδήποτε για την εν λόγω περίπτωση ή έχουν τυχόν στοιχεία να τα προσκομίσουν τώρα.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας και η σύζυγός του Ναντίν, με την οποία είναι παντρεμένος από το 2020, αντιμετωπίζουν τρεις κατηγορίες ο καθένας.
Ο γερουσιαστής και οι συνολικά τέσσερις συγκατηγορούμενοί του πρόκειται να εμφανιστούν στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν στις 27 Σεπτεμβρίου, ανέφερε ένας εκπρόσωπος της εισαγγελίας.
Αναλυτικά η ανακοίνωση Μενέντεζ:
«Eπί χρόνια, παρασκηνιακές δυνάμεις έχουν κατ’ επανάληψη προσπαθήσει να σιγήσουν τη φωνή μου να σκάψουν τον πολιτικό μου τάφο. Από την ώρα που διέρρευσε η έρευνα, πριν από περίπου έναν χρόνο, υπήρξε μια ενεργή εκστρατεία δυσφήμισης από ανώνυμες πηγές και υπονοούμενα για να δημιουργήσουν μία ατμόσφαιρα ανομίας, που όμως δεν υπάρχει.
Η υπερβολή των εισαγγελέων είναι προφανής. Έχουν παραποιήσει την κανονική εργασία που κάνει ένα γραφείο γερουσιαστή. Και σαν μην έφτανε αυτό, ανικανοποίητοι από τους ψευδείς ισχυρισμούς εναντίον μου, επιτέθηκαν και στη σύζυγό μου για μακροχρόνιες φιλίες που είχε πριν καν γνωριστούμε.
Αυτοί που βρίσκονται πίσω από αυτήν την εκστρατεία δεν μπορούν να δεχτούν ότι ένας Λατινοαμερικανός πρώτης γενιάς με ταπεινή καταγωγή θα μπορούσε να γίνει Γερουσιαστής των ΗΠΑ και να υπηρετεί την πατρίδα με τιμή. Ακόμη χειρότερα, με βλέπουν ως εμπόδιο στους ευρύτερους πολιτικούς τους στόχους.
Με έχουν κατηγορήσει ψευδώς στο παρελθόν επειδή αρνήθηκα να υποχωρήσω στις υπάρχουσες δυνάμεις έτσι ώστε και οι πολίτες του Νιου Τζέρσεϊ να μπορέσουν να δουν μέσα από τα ψεύδη και να αναγνωρίσουν ότι ήμουν αθώος.
Εργάστηκα καθημερινά για να ανταποδώσω την εμπιστοσύνη τους παλεύοντας για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας, την ανανέωση των υποδομών και τη μείωση του κόστους για τις οικογένειες του Νιου Τζέρσεϊ.
Έχω σταθεί ακλόνητος απέναντι σε δικτάτορες σε όλο τον κόσμο –είτε στο Ιράν, την Κούβα, την Τουρκία ή αλλού– παλεύοντας ενάντια στις δυνάμεις του κατευνασμού και στεκόμενος δίπλα σε αυτούς που υπερασπίζονται την ελευθερία και τη δημοκρατία.
Παραμένω προσηλωμένος στη συνέχιση αυτής της σημαντικής δουλειάς και δεν θα αποσπάσω την προσοχή μου από αβάσιμους ισχυρισμούς.
Από τους υποστηρικτές μου, τους φίλους μου και την ευρύτερη κοινότητα, ζητώ να θυμηθείτε τις άλλες φορές που οι εισαγγελείς έκαναν λάθος και να επιφυλαχθείτε για την κρίση σας.
Είμαι βέβαιος ότι αυτό το ζήτημα θα επιλυθεί επιτυχώς μόλις παρουσιαστούν όλα τα στοιχεία και οι συμπολίτες μου στο Νιου Τζέρσει θα διαπιστώσουν αυτό ακριβώς».
Οι κατηγορίες τον θέλουν να έχει λάβει ράβδους χρυσού
Υπενθυμίζεται, ότι ο Δημοκρατικός γερουσιαστής -σύμφωνα με δημοσιεύματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες -κατηγορείται για ανάρμοστη συμπεριφορά που έχει σχέση με τρεις επιχειρηματίες από το Νιου Τζέρσεϊ.
Σημειώνεται ότι έχει σχηματιστεί φάκελος τόσο για τον Γερουσιαστή όσο και για την σύζυγό του με κατηγορίες που τον θέλουν να έχει λάβει ράβδους χρυσού συνολικής αξίας 400.000 δολαρίων. Την έρευνα έχει αναλάβει το FBI και η υπηρεσία IRS, οι οποίες μέχρι τώρα δεν έχουν εκδώσει κάποια σχετική ανακοίνωση.
Συγκεκριμένα οι επιχειρηματίες Will Hana, Jose Uribe και Fred Daibes— φέρονται να έχουν καταθέσει πέρα από ποσά σε ράβδους χρυσού, χρήματα για υποθήκες του Μενέντεζ και της συζύγου του ενώ στη σχετική έρευνα φαίνεται να υπάρχει και να ερευνάται και ένα υπερπολυτελές αυτοκίνητο.
Σημειώνεται πως ο Μπομ Μενέντεζ είναι ο γερουσιαστής που εδώ και κάποια χρόνια αποτελεί το σημαντικότερο εμπόδιο για να αποκτήσει η Τουρκία αμερικανικά οπλικά συστήματα και ένας από τους σημαντικότερους επικριτές του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Μπομπ Μενέντεζ αναμένεται να καταθέσει όπως και η σύζυγός του στις αρμόδιες αρχές χωρίς να έχει γίνει γνωστή η ημερομηνία της κατάθεσης. Υπογραμμίζεται πως για να προχωρήσει η διαδικασία ο Γερουσιαστής πρέπει να παραιτηθεί της θέσης του.