Η γνωστή Ιταλοϊσραηλινή δημοσιογράφος Ρούλα Ζεμπρεάλ, σε ανάρτησή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναφέρθηκε στο παρελθόν του πατέρα της Τζόρτζια Μελόνι, νικήτριας των ιταλικών βουλευτικών εκλογών.
«Κατά την προεκλογική εκστρατεία, η Τζόρτζια Μελόνι, η νέα Ιταλίδα πρωθυπουργός, θέλησε να αναπαράξει ένα βίντεο με εικόνες βιασμού, στο οποίο αναφέρεται ότι οι αιτούντες άσυλο είναι εγκληματίες που θέλουν να αντικαταστήσουν τους λευκούς χριστιανούς. Ειρωνεία της τύχης, ο πατέρας της Μελόνι είναι ένας διακινητής ναρκωτικών/εγκληματίας, ο οποίος καταδικάσθηκε και εξέτισε ποινή στην φυλακή», έγραψε η Ζεμπρεάλ.
Η Ιταλίδα πολιτικός απάντησε άμεσα στην ανάρτηση και υπογράμμισε:
«Είναι η ευαισθησία του ιταλικού Τύπου, ο οποίος αναφέρεται στα προβλήματα του πατέρα μου, αλλά στους κραυγαλέους τίτλους του αποκρύπτει ένα βασικό στοιχείο. Όλοι ξέρουν ότι ο πατέρας μου έφυγε όταν ήμουν ενός ετών και κάτι. Όλοι ξέρουν ότι αποφάσισα να μην τον ξαναδώ, ποτέ πια, όταν ήμουν έντεκα ετών. Όλοι ξέρουν ότι δεν είχα ποτέ πια επαφές μαζί του, μέχρι τον θάνατό του. Αλλά, όπως φαίνεται, δεν μετρά, αφού οι “δήθεν ευγενικοί” μπορούν να περάσουν ως οδοστρωτήρας πάνω από την ζωή του “τέρατος”. Προφανώς, κάτι ακόμη που δεν ισχύει για μένα είναι και το οι αμαρτίες των γονέων δεν πρέπει να παιδεύουν τα τέκνα. Υ.Γ. Κυρία Ζεμπρεάλ, ελπίζω να μπορέσετε να εξηγήσετε στον δικαστή, πότε και πού έκανα την δήλωση που αναρτήσατε».
Στο όλο αυτό θέμα αναφέρθηκε μεγάλο μέρος των ιταλικών μέσων ενημέρωσης, τονίζοντας, στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, ότι η παρέμβαση της Ρούλα Ζεμπρεάλ, αποτέλεσε «χτύπημα κάτω από την ζώνη». Στην ανάρτηση της δημοσιογράφου, τέλος, απάντησε και η Άννα Παρατόρε, μητέρα της Τζόρτζια Μελόνι, η οποία -πάντα μέσω διαδικτύου- μεταξύ των άλλων υπογράμμισε:
«Αφού υπέμεινα τους χειρότερους προπηλακισμούς σε βάρος της κόρης μου, ψέματα και κάθε είδους παραποιήσεις της πραγματικότητας, δυσφημίσεις για τις οποίες, αν είσαι δεξιός, στην Ιταλία δεν δικαιώνεσαι ούτε στις δικαστικές αίθουσες, κουράστηκα. Η σχέση μου με τον πατέρα των παιδιών μου δεν αποτελεί αντικείμενο δημόσιας συζήτησης. Και νομίζω ότι δεν είναι αντικείμενο δημόσιας συζήτησης ούτε η ιστορία ενός άνδρα ο οποίος έχει πεθάνει, πλέον, εδώ και πολλά χρόνια.
Η τελευταία φορά που τον συναντήσαμε με τις κόρες μου ήταν ένα μακρινό απόγευμα του 1988, στην βίλα Μποργκέζε της Ρώμης, όταν ζήτησε, έπειτα από πέντε χρόνια απουσίας, να ξαναδεί τις κόρες του. Ήταν μια ανώφελη και επιπόλαια συνάντηση, με δυο κοριτσάκια τα οποία μόλις τον θυμόντουσαν και τον ίδιο που τους έλεγε να τον φωνάζουν Φράνκο, διότι θεωρούσε ότι το “μπαμπά” τον γερνούσε».