«Μέτρα περαιτέρω στήριξης των νοικοκυριών», προαναγγέλλει, μέσω συνέντευξής του στην εφημερίδα “RealNews” ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης.
‘Αλλωστε, εξηγεί, «η κυβέρνησή μας έχει την ευθύνη να αναμετρηθεί με τα προβλήματα. Αυτός είναι ο μεγάλος μας αντίπαλος». Στην ίδια συνέντευξη, ταυτοχρόνως, εξαπολύει σφοδρή επίθεση κατά του Αλέξη Τσίπρα.
Ως πρώτο βήμα, αναλυτικώς, για την επίλυση των προβλημάτων των πολιτών, ο υπουργός Επικρατείας παραπέμπει στο νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, το οποίο «θα υλοποιεί μέρος των προεκλογικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης». Ενδεικτικώς, θα περιλαμβάνει «την αναμόρφωση του ενιαίου μισθολογίου για το Δημόσιο, τη θεσμοθέτηση του youth pass, την επέκταση του market pass μέχρι τον Οκτώβριο». Εν συνεχεία, θα ακολουθήσει και «η νομοθετική πρωτοβουλία για το λεγόμενο Επιτελικό II, η οποία θα περιλαμβάνει τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ένα κείμενο αρκετά ώριμο νομοπαρασκευαστικά καθώς και συγκεκριμένες σημειακές παρεμβάσεις στον νόμο για το επιτελικό κράτος όπως – για παράδειγμα – τον επαναπροσδιορισμό των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιακών γραμματέων. ‘Αρα, ναι, θα υπάρξουν στο πλαίσιο αυτών των νομοθετικών πρωτοβουλιών και μέτρα περαιτέρω στήριξης των νοικοκυριών».
Στην αναφορά του για τον παραιτηθέντα πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, χαρακτηρίζει τον κ. Τσίπρα ως τον ορισμό του «αριστερού οπορτουνιστή, αμοραλιστή, λαϊκιστή πολιτικού αρχηγού». Ο οποίος, προσθέτει ο κ. Βορίδης, «καβάλησε το κύμα του αντιμνημονίου, εκμεταλλεύτηκε τις πληγές και τις κοινωνικές ρηγματώσεις στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας που επέφεραν οι αναπόφευκτες περιοριστικές πολιτικές, είπε ψέματα σε όλους που μετά βάφτισε αυταπάτες, κόστισε χρόνια, κρίσιμα χρόνια, προσπαθειών στον ελληνικό λαό καθώς και πολλά δισεκατομμύρια ευρώ. Η ιστορία θα τον θυμάται για την “κωλοτούμπα” του δημοψηφίσματος, για την τοξικότητα και το μίσος που καλλιέργησε στην κοινωνία και για την επιζήμια Συμφωνία των Πρεσπών. Το μόνο θετικό της αλγεινής θητείας του είναι η απομυθοποίηση της Αριστεράς. Συνέβαλε ιδίως με την κυβερνητική του θητεία αλλά και με την αντιπολιτευτική του στάση, στη στρατηγική ήττα της Αριστεράς, στο τέλος της ιδεολογικής της ηγεμονίας. Φανέρωσε τις ιδέες της Αριστεράς ως αυτό που πραγματικά είναι: καταστροφικές, τοξικές, αδιέξοδες».
Παραλλήλως, ο υπουργός Επικρατείας χαρακτηρίζει την παραίτηση του τ. προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. ως «πράξη ουδόλως γενναία αλλά και αυτή πολιτικά υπολογιστική, αφού μπροστά του είχε να διαχειριστεί τον εσωκομματικό σπαραγμό και τη νέα αναμενόμενη ήττα των αυτοδιοικητικών εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πέσει νομοτελειακά σε περιδίνηση, όπου θα αποτυπωθούν συγκρούσεις που θα πηγαίνουν πολύ πέρα από τα πρόσωπα». Εκτίμηση του υπουργού Επικρατείας είναι πως θα εγερθούν ταυτοτικά ζητήματα για το εν λόγω κόμμα, εάν, δηλαδή, θα κινηθεί προς τα αριστερά ή προς το Κέντρο, αλλά και «τι θα κάνουν με τους “πολακιστές”, τους σύγχρονους αυριανιστές που αναζητούν κάθε μέρα και ένα νέο σκάνδαλο για να αντιπολιτευθούν, κυρίως με ψεύδη, τον πολιτικό εχθρό;», διερωτάται επίσης.
Συμπερασματικώς, «αυτά είναι αποκλίνουσες στρατηγικές και ιδεολογικά ρεύματα που δεν γεφυρώθηκαν ποτέ. Το τέλος του αντιμνημονίου και η απομάκρυνση της κυβερνητικής προοπτικής θα φέρουν τα ζητήματα αυτά στην επιφάνεια με οξύτητα Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πια τη δική του πολιτική ανηφόρα».
Σε ό,τι αφορά τα ελληνο-τουρκικά, τέλος, ο υπουργός Επικρατείας διατυπώνει την πάγια κυβερνητική θέση: «Ο πρωθυπουργός έχει ξεκαθαρίσει – και πράγματι αυτό είναι προς το συμφέρον της χώρας – ότι η Ελλάδα είναι πάντα ανοιχτή στον θετικό διάλογο με την Τουρκία. Ο διάλογος αυτός έχει ορισμένες αυτονόητες προϋποθέσεις που πηγάζουν από τις βασικές αρχές της καλής γειτονίας. Προφανώς, βασική προϋπόθεση είναι η αποχή από πρακτικές που παραβιάζουν ή θίγουν ή απειλούν να θίξουν κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας». Αναφέρεται, όμως και στη δράση του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή, το οποίος, όπως επισημαίνει, «ενεργεί με τρόπο που δεν συμβάλλει στη δημιουργία αυτού του κλίματος εμπιστοσύνης που απαιτείται για να προχωρήσει ο θετικός διάλογος».