Γράφει ο Γεώργιος Καραμαδούκης
Η Δ’ Σταυροφορία είχε ως στόχο την κατάληψη των ιερών τόπων μέσω της Αιγύπτου αλλά τελικώς παρέκκλινε της πορείας της και οδήγησε στην πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 13 Απριλίου του 1204 μ.Χ.. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ είχε ξεκινήσει τις προσπάθειες κινητοποιήσεως της χριστιανικής Ευρώπης από το 1198μ.Χ.Μ αλλά τελικώς αυτή κηρύχθηκε το 1201 μ.Χ. Σημαίνονται πρόσωπα της σταυροφορίας υπήρξαν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός (μαρκήσιος του Μομφεράττου της Ιταλίας), ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος και ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας.
Ο Ερρίκος Δάνδολος ήταν αυτός που στην ουσία συνέβαλλε στην παρέκκλιση της σταυροφορίας, καθώς ζήτησε για να χρησιμοποιηθεί ο στόλος του να καταληθφεί πρώτα η πόλη Ζάρα που είχε αποσκιρτήσει από την Ουγγαρία. Περαιτέρω επιδίωξη του ήταν με την κατάληψη της Πόλης να επιβάλλει την εμπορική κυριαρχή της Βενετιας στην Ανατολή εκτοπίζοντας τους άλλους ανταγωνιστές της Γένουας και της Πίζας.
Την ίδια περίοδο ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος δραπετεύει μαζί με τον τυφλωμένο και διωκόμενο πρώην αυτοκράτορα πατέρα του Ισαάκιο Β΄ από την Κωνσταντινούπολη που ήταν φυλακισμένοι από τον νέο αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο. Aρχικώς ζήτησαν βοήθεια από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ χωρίς αποτέλεσμα και απευθύνθηκαν κατόπιν στον Γερμανό ηγεμόνα Φίλιππο του Schwaben. Αυτός το διεμήνυσε στον Ερρίκο Δάνδολο που συμφώνησε να τους αποκαταστήσει στην εξουσία του Βυζαντίου και ορίστηκε ως αρχηγός της σταυροφορίας ο Βονιφάτιος Μομφερατικός.
Ο Αλέξιος υποσχέθηκε τεράστια χρηματικά ποσά και την ένωση των εκκλησιών. Έτσι το 1203 μ.Χ. υπογράφηκε στην Κέρκυρα η συνθήκη παρέκκλισης της σταυροφορίας με σκοπό την επαναφορά της τάξης στην Πόλη. Στις 24 Ιουνίου του ίδιου χρόνου ο στόλος των σταυροφόρων εμφανίστηκε έξω από τα τείχη. Αφού κατέλαβαν τον Γαλατά έκοψαν την αλυσίδα στον Κεράτιο Κόλπο και ξεκίνησε η πολιορκία από ξηρά και θάλασσα. Παρά τον γενναίο αγώνα των Βυζαντινών και ιδιαίτερα των Βαράγγων η Πόλη πέφτει αρχικώς στα χέρια των σταυροφόρων στις στις 17 Ιουλίου του 1203 μ.Χ.
Ο Αλέξιος ο Γ΄ δραπέτευσε μαζί με τους βασιλικούς θησαυρούς και έτσι αποκαταστάθηκαν στην εξουσία ο Αλέξιος ο Δ΄ και ο τυφλωμένος πατέρας του. Ωστόσο στα τέλη Ιανουαρίου του 1204 συνέβη μεγάλη επανάσταση εναντίον του που επέφερε τον θάνατό τους. Οι Βυζαντινοί είχαν εξοργιστεί για την παράδοση τους στους Λατίνους, αλλά και από την βαριά φορολογία. Έτσι ανήλθε στον θρόνο ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας Μούρτζουφλος που ήταν γαμπρός του Αλεξίου του Γ΄.
Οι Λατίνοι αναγκάστηκαν να εκστρατεύσουν έτσι ξανά κατά της Πόλης, όχι πλέον για να αποκαταστήσουν κάποια βυζαντινή εξουσία, αλλά για να την αποκτήσουν οι ίδιοι. Τον Μάρτιο του 1204 μπροστά από τα τείχη της πόλης Σταυροφόροι και Βενετοί έκαναν την συμφωνία διαμελισμού της και της εγκαθιδρύσεως Λατινικής Αυτοκρατορίας. Έτσι θα αλώσουν την Πόλη στις 13 Απρίλιου του 1204 μ.Χ. και αφού πραγματοποιήσουν ένα όργιο λεηλασιών και σφαγών για τρεις μέρες θα ανακηρύξουν ως πρώτο Λατίνο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας.
Στην λεηλασία αυτή οι Βενετοί έλαβαν το μεγαλύτερο μερίδιο, μεταφέροντας αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης για να κοσμήσουν την δημοκρατία τους. Κατόπιν τέθηκε σε εφαρμογή η συμφωνία του διαμελισμού της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με αυτήν ο Φράγκος βασιλιάς της Κωνσταντινούπολης και κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος θα λάμβανε το ένα τέταρτο των εδαφών. Τα υπόλοιπα μοιράστηκαν σε δυο μέρη, το ένα για τους Βενετούς και το άλλο για τους υπόλοιπους σταυροφόρους.
Οι Βενετοί κατέλαβαν κυρίως τις παράκτιες δυτικές περιοχές της αυτοκρατορίας από το Δυρράχιο μέχρι την Μεθώνη, καθώς και την Κρήτη. Αργότερα επεκτάθηκαν στην Εύβοια και στα νησιά των Κυκλάδων. Με επικεφαλής μάλιστα τον Μάρκο Σανούδο ιδρύθηκε το Δουκάτο της Νάξου ή του Αρχιπελάγους, που ήταν υποτελές στην Βενετία. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός που υπήρξε από τα κύρια πρόσωπα της σταυροφορίας δημιούργησε το βασίλειο της Θεσσαλονίκης.
Οι Φράγκοι του βασιλικού οίκου των Ανδεγαβών ήρθαν να διαδεχθούν τους Βιλλαρδουίνους το 1267 στην Ηγεμονία της Αχαΐας, την οποία και διατήρησαν έως και το 1383. Η Αττική, η Βοιωτία και τα Μέγαρα αφού κατακτήθηκαν από τον Βονιφάτιο πέρασαν στα χέρια του Βουργούνδιου Όθωνα Δελαρός συνιστώντας το Δουκάτο των Αθηνών, που σε αυτό αργότερα προστέθηκαν οι περιοχές του Άργους και του Ναυπλίου.
Η πολιτική διοίκηση διέφερε αναλόγως της εθνικότητας των κατακτητών. Οι Φράγκοι προσπάθησαν να εφαρμόσουν το φεουδαρχικό σύστημα της Κεντρικής Ευρώπης με ανώτατες αρχές τον βασιλιά (Κύπρος), τον πρίγκηπα (Ηγεμονία της Αχαΐας) και τον δούκα (Δουκάτο των Αθηνών) που είχαν κληρονομική και μεγάλη εξουσία. Αντίθετα οι Βενετοί ακολούθησαν το σχήμα Δούκας (Κρήτη), Βάιλος (Εύβοια. Κέρκυρα), Καστελλάνος (Μεθώνη, Κορώνη), που προέκυπτε μέσω μηχανισμού εκλογών από τα κεντρικά όργανα της μητρόπολης με βραχύχρονη θητεία και μισθό.
Οι Βενετοί δεν λογοδοτούσαν στον Λατίνο αυτοκράτορα. Στην Κρήτη για παράδειγμα ο Βενετός Δούκας ασκούσε άμεση εξουσία και στην Εύβοια ο Βενετός Βάιλος εκπροσωπούσε την βενετική κυριαρχία. Από την άλλη μεριά οι σταυροφόροι κατείχαν τα εδάφη όπως αναφέραμε με σχέση φεουδαλικής παραχώρησης αναγνωρίζοντας όμως, τον Λατίνο αυτοκράτορα ως επικυρίαρχο.
Οι Βιλλαρδουίνοι στην Αχαΐα επέβαλλαν ως σύστημα διοίκησης τις 12 βαρονίες που υπάκουαν στον πρίγκηπα και προσπάθησαν να περιλάβουν στην εξουσία τους ιπποτικά θρησκευτικά τάγματα. Οι Φράγκοι της Πελοποννήσου επειδή υπήρξαν ολιγάριθμοι προέβησαν επίσης στην επιβολή υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας και στους ντόπιους κατοίκους των περιοχών που κυρίεψαν.
Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις βίαιης πολιτικής διοίκησης αργότερα, όπως στην περίπτωση της Καταλανικής Εταιρείας. Οι Καταλανοί προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στον ελληνικό χώρο και άσκησαν καταπιεστική εξουσία στο Δουκάτο των Αθηνών, το οποίο κατέλαβαν το 1311 και το διοίκησαν ως το 1388. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι δεν επέτρεπαν χωρίς την άδειά τους να διαθέτουν οι Έλληνες, όπως επιθυμούσαν την περιουσία τους.
Γενικότερα κάτω από την ανώτατη διοικητική αρχή σε κάθε περιοχή ήταν συγκροτημένα βοηθητικά συμβούλια απαρτιζόμενα από αξιωματούχους και υπαλλήλους που τα στελέχωναν. Οι βασικές υπηρεσίες των Λατίνων σχετίζονταν κυρίως με την συλλογή των φόρων και των δασμών. Στις βενετικές αποικίες μάλιστα το πολιτικό σύστημα διοίκησης ήταν αυστηρά θεσμοθετημένο, ενώ στις φραγκοκρατούμενες περιοχές πιο απλό, καθώς στηριζόταν στην σχεδόν απόλυτη εξουσία του ανώτατου άρχοντα.
Στην θρησκευτική πολιτική κατά κύριο λόγο διαπιστώνουμε μια προσπάθεια επαναφοράς των «σχηματικών Ελλήνων» στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας, χωρίς όμως την εκτεταμένη χρήση βίας. Εκτός από την τοποθέτηση Λατίνου πατριάρχη και επισκόπων η προσηλυτιστική πολιτική περιέλαβε και την εγκατάσταση μοναστικών ταγμάτων, καθώς και θρησκευτικών στρατιωτικών ταγμάτων όπως των Ναιτών και Ιωαννιτών Ιπποτών στον ελληνικό χώρο.
Βασικό χαρακτηριστικό των φραγκικών κρατιδίων σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο ήταν η επιβολή του κλασικού φεουδαρχικού συστήματος, αν και αυτό είχε αρχίσει να διαμορφώνεται και στο Βυζάντιο από τον 13ο αιώνα. Έτσι συναντούμε μη ισχυρή κεντρική εξουσία, κλειστές κοινωνικές τάξεις και απόλυτη οικονομική και προσωπική εξάρτηση του αγρότη από τον γαιοκτήμονα.
Οι Λατίνοι κατά κανόνα δεν προχώρησαν σε δομικές αλλαγές της κοινωνίας που βρήκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν έγινε προσπάθεια κατάργησης της βαθμίδας των Ελλήνων γαιοκτημόνων, που σε μεγάλο βαθμό παρέμειναν στα πατρογονικά τους κτήματα.
Η κοινωνία των λατινοκρατούμενων περιοχών διακρινόταν σε τρεις τάξεις (φεουδάρχες-γαιοκτήμονες, αστοί και αγρότες) με την διαφορά ότι οι αστοί που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και την ναυτιλία υπερίσχυαν στα βενετοκρατούμενα εδάφη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε όλες τις λατινοκρατούμενες περιοχές οι Έλληνες γαιοκτήμονες διατήρησαν σε σημαντικό βαθμό την γη τους και αποτέλεσαν μέρος της φεουδαρχικής τάξης, έστω και με λιγότερα δικαιώματα από αυτά των Λατίνων.
Όσο αφορά την αγροτική τάξη, αυτή εμφανίζεται σε δυο στρώματα. Το ένα έχει να κάνει με εξαρτημένα νομικώς πρόσωπα (βιλάνους και παροίκους) προς τους μεγαλογαιοκτήμονες και το άλλο με ελεύθερα πρόσωπα (franchi, περπυριάριοι) που είχαν ελευθερία κινήσεων. Για παράδειγμα ο δουλοπάροικος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως συναλλαγματικό μέσο και δεν του επιτρεπόταν να παντρευτεί ο ίδιος ή η κόρη του δίχως την έγκριση του κυρίου του. Ωστόσο και τα δυο στρώματα ήταν εξαρτημένα οικονομικά από τους φεουδάρχες, την γη των οποίων και καλλιεργούσαν.
Οι δυτικοί έφεραν επίσης μαζί τους ως καινοτομία την κληρονομική κατάσταση των δουλοπάροικων, πράγμα που δεν υπήρχε στο Βυζάντιο μέχρι τον 14ο αιώνα. Ωστόσο δεν έλειπαν οι περιπτώσεις που οι Φράγκοι άρχοντες προέβαιναν σε απελευθέρωση τους και είχαν εκπονήσει σειρά άρθρων για την νομική τους κατάσταση.
Η αστική τάξη βασίστηκε στην ανάπτυξη της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής και στην ανάγκη εμπορευματοποίησης των προϊόντων. Η τάξη αυτή εμφανίστηκε όπως αναφέραμε στην βενετοκρατούμενες περιοχές τον 14ο αιώνα, αλλά συγκροτήθηκε ως τέτοια από τον 15ο αιώνα και μετά. Ήταν βεβαίως φυσιολογικό οι Έλληνες έμποροι να έρθουν σε δεύτερη μοίρα, αλλά εξακολούθησαν και αυτοί ως ιδιοκτήτες κυρίως μικρών σκαφών να εξυπηρετούν την ναυτιλιακή κίνηση μικρών αποστάσεων.
Ο κλήρος και αυτός υποβαθμίστηκε κοινωνικά, καθώς όλα τα δημόσια κτήματα που ανήκαν στις εκκλησίες, αποτέλεσαν μαζί με άλλα που δεν ανήκαν σε άρχοντες, τα φέουδα των Φράγκων. Στην υποβάθμιση αυτή συνέβαλλαν, όπως αναφέραμε οι διώξεις μοναχών, ώστε να εγκατασταθούν στις διάφορες μονές καθολικοί και άλλα μοναχικά τάγματα π.χ Μονή Δαφνιού στην Αττική και Μονή Χορτιάτη κοντά στην Θεσσαλονίκη.
Σε αρκετές περιπτώσεις η πολεμική αντίσταση και οι κοινωνικές επαναστάσεις καλυτέρευαν την ζωή των κατεκτημένων. Για παράδειγμα οι Μονεμβασιώτες πέτυχαν συμφωνίες στις οποίες όχι μόνο διατήρησαν τις κτήσεις τους και τα προνόμιά τους, αλλά και να υπηρετούν στην θάλασσα μόνο με δικά τους πλοία. Στη Κρήτη αρκετές ήταν οι επαναστάσεις κατά των Βενετών (1211,1219, 1224), που εκτός του εθνικού χαρακτήρα έλαβαν και κοινωνικό. Αυτές τερματίζονταν με την παροχή λατινικών τίτλων στους επαναστάτες και με αναβάθμισή τους στην κοινωνική ιεραρχία.
Πέραν όμως των αναμενόμενων συγκρούσεων υπήρξε συνεργασία μεταξύ Ελλήνων και κατακτητών σε αρκετές περιπτώσεις, όπως στην Κεντρική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Στην τελευταία μάλιστα στα πρώτα χρόνια της κατάκτησης επιλέχθηκαν πέντε Έλληνες άρχοντες σε μια δωδεκαμελή επιτροπή, η οποία είχε ως έργο την εδαφική κατανομή της περιοχής.
Οι δυο αυτές κοινωνίες, δεν ήταν λοιπόν εντελώς χωρισμένες μεταξύ τους. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι Έλληνες γαιοκτήμονες εντάχθηκαν στην φραγκική ιεραρχία, αλλά και από το ότι δεν έλειψαν και οι δεσμοί γάμων τόσο Ελλήνων όσο και Ελληνίδων με τους κατακτητές. Οι γάμοι αυτοί γινόταν κυρίως για διπλωματικούς λόγους, ωστόσο ο πάπας προσπάθησε να τους περιορίσει, ώστε να μην αυξηθεί μέσω αυτών η δύναμη των κατακτημένων.
Πέραν όμως των συγγενικών σχέσεων που δεν ήταν ευρύτερα εκτεταμένες υπήρξαν και σχέσεις καθαρά οικονομικές. Το εισόδημα που προέρχονταν από την εκμετάλλευση ορισμένων γαιών μοιραζόταν μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων ή ακόμα και ανάμεσα στους συγγενείς ορισμένων Ελλήνων, που ζούσαν σε λατινικές περιοχές και ήταν άνθρωποι του αυτοκράτορα.
Η Δ΄ σταυροφορία όμως, ήταν αυτή που προκάλεσε την εθνική αφύπνιση και προσέδωσε πλέον στην λέξη Έλλην εθνικά χαρακτηριστικά. Ο αντιλατινισμός συσπείρωσε όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά και άλλους γειτονικούς λαούς (Βουλγάρους, Αλβανούς, Βλάχους, Ρώσους) και πλέον η Πόλη εμφανιζόταν ως μια αντιρώμη, που έπρεπε να επανακτηθεί από τους ορθοδόξους.
Συνέπεια λοιπόν αυτού του αντιλατινισμού ήταν ο σχηματισμός βυζαντινών κρατών. Αυτά υπήρξαν η αυτοκρατορία της Νίκαιας υπό τον Θεόδωρο Ά Λάσκαρη, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας υπό τους αδελφούς Αλέξιο και Δαβίδ Κομνηνό και το κράτος της Ηπείρου υπό τον Θεόδωρο Άγγελο. Ιδιαιτέρως η Αυτοκρατορία της Νίκαιας ξεκίνησε την πολιτική του εξελληνισμού. Ο Λάσκαρης διακήρυττε πως οι υπήκοοί του ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Οι αυτοκράτορες της Νίκαιας έπρεπε να στηριχθούν σε μια κοινωνία αμιγώς ελληνική, ώστε να στοχεύσουν στο πατριωτικό τους πνεύμα, προκειμένου να ανακτήσουν την Κωνσταντινούπολη.
Μάλιστα δεν έλειψε η διαμάχη μεταξύ της Νίκαιας και της Ηπείρου για την κατάκτηση της Πόλης. Ωστόσο μετά της μάχη της Πελαγονίας το 1259 κατά την οποία ηττήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η συμμαχία στην οποία μετείχε από την αυτοκρατορία της Νίκαιας, έπαψε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Έτσι η Νίκαια με την επικράτησή της προβαίνει μετά από τρία έτη το 1261 υπό τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο στην ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Δημιουργήθηκαν επίσης αποσχιστικές τάσεις και σε άλλες περιοχές και πραγματοποιήθηκαν πολεμικές συγκρούσεις με τους κατακτητές. Ο Βυζαντινός άρχοντας του Ναυπλίου Λέων Σγουρός αντιμετώπισε τους Φράγκους τόσο στην Στερεά όσο και στην Πελοπόννησο. Ηττήθηκε όμως στις Θερμοπύλες και αργότερα έχασε και τις κτήσεις του στην Πελοπόννησο. Στην Ρόδο είχε αποσκιρτήσει από το Βυζάντιο ο άρχοντας Λέων Γαβαλάς και η οικογένειά του διοικούσε στο νησί για αρκετά χρόνια πριν πέσει στα χέρια των Γενουατών και των Ιωαννιτών Ιπποτών.