Μετά από την επίθεση στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Μαγδεμβούργου, η πολιτική συζήτηση στρέφεται πλέον σε ζητήματα όπως η εσωτερική ασφάλεια και ο εξτρεμισμός.
Οι δύο αυτοί τομείς θεωρούνται ιδιαίτερα κρίσιμοι για τους Γερμανούς πολίτες, που απαιτούν παράλληλα νέα μέτρα για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης.
Η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς ήταν από τις πολλές εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πίεζε για τη λήψη νέων πρωτοβουλιών από τις Βρυξέλλες για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος.
Υπάρχουν και άλλα «αγκάθια», όμως, όπως γράφει η Deutsche Welle.
Πώς μπορεί η κυβέρνηση να πολεμήσει την παράνομη μετανάστευση, προσελκύοντας, όμως, παράλληλα τους απαραίτητους για την οικονομία της εξειδικευμένους εργαζόμενους;
Και πώς μπορεί να προστατευτεί από τις κυβερνοεπιθέσεις, να διασφαλίσει το κράτος δικαίου και να θωρακίσει τη δημοκρατία από εχθρούς εντός και εκτός των τειχών;
Αυτές είναι, σύμφωνα με το κρατικό ειδησεογραφικό δίκτυο, ορισμένες από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα θα αναλάβει την εξουσία.
Σε αντίθεση με τους ψηφοφόρους, οι Γερμανοί νομοθέτες θεωρούν ότι όλα αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να μπουν σε δεύτερη μοίρα και να αντιμετωπιστούν πρώτα τα οικονομικά δεινά της χώρας.
Κατά κάποιους αναλυτές, δεν έχουν εντελώς άδικο. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες γερμανικές επιχειρήσεις, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen, αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα ενώ χιλιάδες εργαζόμενοι ανησυχούν για το επαγγελματικό τους μέλλον.
Και όλα αυτά, την ώρα που οι Γερμανοί βρίσκονται αντιμέτωποι με την ενεργειακή και μη ακρίβεια και την «εκτόξευση» στις τιμές των ενοικίων.«Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή στη χώρα είναι ότι η οικονομία μας παραπαίει. Και αυτό πραγματικά επηρεάζει τους πυλώνες και το μέλλον. Και είναι μεγάλο πρόβλημα ότι έχει χαθεί η εμπιστοσύνη στην πολιτική μεταξύ των οικονομικών ηγετών» δήλωσε πρόσφατα στη Deutsche Welle ο Μάρκο Βάντερβιτς, μέλος του κεντροδεξιού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και ομοσπονδιακός επίτροπος των ανατολικών γερμανικών κρατιδίων μέχρι το 2021.
Η γερμανική κυβέρνηση έχει μπει στο «στόχαστρο» των πολιτών για τις υψηλές τιμές ενέργειας, τους μισθούς, την παραμέληση των υποδομών, την έλλειψη εξειδικευμένων εργατών και τη γραφειοκρατία.
Ο πρώην επικεφαλής των «Πράσινων» Ομίντ Νουριπούρ τονίζει ότι το πρόβλημα της γραφειοκρατίας επιβεβαιώνεται από τις καθυστερήσεις στην ψηφιοποίηση.
«Έχουμε διπλή κρίση, τόσο οικονομική όσο και δομική. Αυτό μπορεί να διαφανεί, ας πούμε, στα κυβερνητικά γραφεία, όπου τα μηχανήματα φαξ θεωρούνται ακόμη ο νούμερο ένα τρόπος επικοινωνίας…» δήλωσε ο ίδιος, υπογραμμίζοντας ότι υπάρχουν και σημαντικά κενά στην κυβερνασφάλεια -κάτι ιδιαίτερα επικίνδυνο για την εποχή μας.«Το πιο σημαντικό είναι να προστατεύσουμε τις υποδομές… Έχουμε πολλά τρωτά σημεία σε αυτό τον τομέα. Και υπάρχουν πολλοί “παίκτες” που πιέζουν για σημαντικές υποδομές» είπε επίσης ο Νουριπούρ, εκτιμώντας ότι το 2025 θα πρέπει να γίνουν κινήσεις για την ενίσχυση της αστυνομίας και των υπηρεσιών ασφαλείας.
Η μετανάστευση στο επίκεντρο
Η παράνομη μετανάστευση και η αντιμετώπισή της αποτέλεσε -όπως αποδείχτηκε- ένα από τα «καυτά» ζητήματα των αμερικανικών εκλογών, κάτι που φαίνεται ότι ισχύει και για τη Γερμανία.
Το πώς θα διαχειριστούν το θέμα τα υποψήφια κόμματα ενδεχομένως να έχει τεράστια σημασία για το εκλογικό αποτέλεσμα ενώ θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί του ζητήματος.
Η πολιτική ανοιχτών συνόρων της Άνγκελα Μέρκελ έχει ήδη αντιστραφεί στη Γερμανία, με την κυβέρνησή του να θέτει σε εφαρμογή ελέγχους στα σύνορά της.
Το κόμμα έχει αρχίσει τώρα να συζητά το ενδεχόμενο να στέλνει πίσω τους πρόσφυγες που φτάνουν στη χώρα.
To ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AFD) υπόσχεται στους ψηφοφόρους ότι σε περίπτωση που εκλεγεί θα προχωρήσει σε απελάσεις παράνομων μεταναστών -μια θέση που επανέλαβε η επικεφαλής του, Άλις Βαϊντέλ, κατά τη διάρκεια διαδικτυακής της συζήτησης με τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, Ίλον Μασκ, στο Twitter την περασμένη Πέμπτη.
Η τελευταία δημοσκόπηση της YouGov, που δημοσιεύτηκε στις 8 Ιανουαρίου, δείχνει ότι το κόμμα συγκεντρώνει 21% -στη δεύτερη θέση δηλαδή, πίσω από το CDU.
Παρόλα αυτά, τα υπόλοιπα κόμματα δεν δέχονται να συνεργαστούν με το AfD, κάτι που σημαίνει ότι οι πιθανότητες να είναι η επόμενη καγκελάριος της Γερμανίας είναι μάλλον ανύπαρκτες.
Πολλοί τοπικοί άρχοντες υποστηρίζουν ότι βρίσκονται πλέον στα όριά τους και δεν μπορούν να συνεχίσουν να δέχονται και να φροντίζουν πρόσφυγες και μετανάστες.
Πιέζουν λοιπόν την κυβέρνηση για κεντρική πολιτική λύση ή οικονομική βοήθεια.
Οι «φωνές» αυτές αναμένεται να ενισχυθούν το επόμενο διάστημα, καθώς η κατάσταση στη Μέση Ανατολή αλλά και την Ουκρανία ενδέχεται να δημιουργήσουν νέο προσφυγικό «κύμα» προς τη χώρα.