Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1880 ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΗΙΝΟΥ
Του Γεωργίου Καραμαδούκη
Στην πεζογραφία της γενιάς του 1880 σημειώνεται μια αξιοπρόσεκτη μεταβολή. Αυτή δεν είναι άλλη από την απομάκρυνση από τον ρομαντισμό της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής και το ιστορικό μυθιστόρημα σε αυτό του ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Η ηθογραφία σχετίζεται με την απεικόνιση εκ του φυσικού ηθών και εθίμων ανθρώπινων τύπων και περιοχών, δηλαδή με την πιστή μεταγραφή της πραγματικότητας, που συμπίπτει με την έννοια του ρεαλισμού. Αρχικώς το ηθογραφικό μυθιστόρημα ή διήγημα περιέγραφε ιστορίες εξελισσόμενες στην ύπαιθρο, αλλά αργότερα περιέλαβε και αυτές στις πόλεις.
Στα έργα της γενιάς του 1880 πέραν από τον ρεαλισμό συναντούμε το λογοτεχνικό ρεύμα του νατουραλισμού -συνυφασμένου με τον ρεαλισμό ως ακραίας έκφρασής του- που εξέφρασε τους εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες επίδρασης της λειτουργίας του ανθρώπου σε σχέση με την ελευθερία της βούλησής του. Στοιχεία νατουραλισμού συναντάμε σε έργα Ελλήνων συγγραφέων, όπως του Κονδυλάκη, Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα και Γρηγόριου Ξενόπουλου.
Εκείνος, ο οποίος εισήγαγε το ηθογραφικό στοιχείο στα έργα του υπήρξε ο Γεώργιος Βιζυηνός. Σε σχέση με τους υπολοίπους της γενιάς του διαπιστώνουμε ότι στα διηγήματά του είναι έκδηλη η αινιγματική αφήγηση και οι ξένες επιδράσεις. Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι όλων των διηγημάτων του μη εξαιρουμένου και του υπό εξέτασιν σε αυτό το άρθρο διηγήματος Τον μόνον της ζωής τους ταξείδιον.
Πέραν του αινιγματικού λόγου του ο Βιζυηνός διαφέρει προς τους σύγχρονούς του και στην παρουσίαση του θέματος. Συναντούμε ανορθόδοξες μεταστροφές της πλοκής, όπου ο αναγνώστης μέσα από έναν λογοτεχνικό λαβύρινθο οδηγείται στην τελική κατάληξη. Στο συγκεκριμένο διήγημα αυτό αναδεικνύεται από το ξεκίνημα της πλοκής των περιπετειών του ραφτόπουλου στην Πόλη, η οποία μεταστρέφεται στην συνάντηση με τον παππού του και την ανακάλυψη της αλήθειας.
Στον Βιζυηνό το ρεαλιστικό εναλλάσσεται με το φανταστικό, κάτι που δεν χαρακτηρίζει ευρύτερα τους λογοτέχνες της γενιάς του. Το διήγημα ξεκινά με την αναφορά στα λεγόμενα του παππού για βασιλοπούλες που ερωτεύονται ραφτόπουλα, και για δράκους και λιοντάρια που ο επίδοξος γαμπρός πρέπει να φονεύσει για να πάρει το βασίλειο. Το φανταστικό αυτό στοιχείο επανέρχεται και σε άλλα μέρη του κειμένου, όπου συναντάμε την παρουσία χρυσόμαλλων νεράιδων και παραμυθιακών πλασμάτων, όπως οι σκυλοκέφαλοι, η φώκια (με μορφή γυναικός και ψαριού) και μάγισσες που μαρμαρώνουν τους ανθρώπους.
Οι παραμυθιακές αυτές εικόνες που συνιστούν στοιχεία λαογραφικά, καθώς σχετίζονται με θρύλους και δοξασίες συμπλέκονται με ρεαλιστικές περιγραφές από την ζωή του πρωταγωνιστή στην Πόλη. Η ηθογραφία δεν παρουσιάζεται εδώ σε ένα ειδυλλιακό τοπίο της υπαίθρου αλλά σε μια μεγαλούπολη. Αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο που διαφοροποιεί τον Βιζυηνό από ορισμένους διηγηματογράφους της γενιάς του.
Ο συγγραφέας παρουσιάζει με μελανά χρώματα την εργασιακή του κατάσταση και είναι φανερή η ανάγκη της φυγής από την ζοφερή του πραγματικότητα. Η είδηση του επικείμενου θανάτου του παππού του, τον απελευθερώνει από τα δεσμά του αφεντικού του ράφτη, καθώς αρπάζει την ευκαιρία για να τον συναντήσει πριν πεθάνει. Η φυγή από την πραγματικότητα διαρρηγνύει την φόρμα του ρεαλισμού που απαντάται στους συγγραφείς της γενιάς του, όπου παρουσιάζουν κυρίως με νατουραλιστικό τρόπο τον εγκλωβισμό του ανθρώπου από τους παράγοντες που καθορίζουν την ζωή του.
Τα ηθογραφικά στοιχεία στον Βιζυηνό υποτάσσονται στο αίτημα της αντικειμενικής ανάλυσης κοινωνικών και ψυχολογικών δεδομένων. Η περιγραφή της φύσης δεν έχει ως στόχο την ανάδειξη μιας ειδυλλιακής εικόνας, όπως απαντάται σε έργα των πρώτων χρόνων της ηθογραφίας, αλλά στην σύνδεσή της με την ψυχολογία των πρωταγωνιστών. Ο Βιζυηνός λοιπόν πρωτοστατεί όσο αφορά την ψυχογραφία των ηρώων, καθώς αρκετά χρόνια αργότερα επιδιώχθηκε η ανάδειξή της αυτή από τους Έλληνες νατουραλιστές.
Έτσι συναντούμε καταθλιπτικές εικόνες της φύσης που συνδέονται με την ψυχική κατάπτωση των ηρώων σε αρκετά σημεία του διηγήματος. Το φθινοπωρινό περιβάλλον που φανερώνεται κατά το ταξίδι της επιστροφής του ραφτόπουλου στο χωριό του παππού του, περιγράφεται ψυχρό με θολερά σύννεφα που αυξάνουν την άγρια μελαγχολία της φύσης, με αποτέλεσμα ο ήρωας να αισθάνεται ανησυχία και παραισθήσεις. Άλλοτε πάλι ο ήλιος που δύει συνδέεται με την δύση της ζωής του παππού του και η χωριογραφία φαντάζει μελαγχολικότερη και θλιβερότερη από ποτέ.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι το συγκεκριμένο διήγημα εξελίσσεται σε περιοχές της Ανατολικής Θράκης όπου μεγάλωσε και ο ίδιος ο ποιητής. Συνεπώς το έντονα αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι επίσης κάτι που τον ξεχωρίζει σε σχέση με τους υπολοίπους συγγραφείς της γενιάς του. Ο Βιζυηνός πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, όπως και ο ήρωας της ιστορίας που καταπιέζεται από τον δυνάστη ράφτη.