Απαντήσεις σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων που σχετίζονται με τη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών, έδωσε ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, σε δύο διαδοχικές συνεντεύξεις του, στον ΑΝΤ1 και τον Real FM.
Επί παραδείγματι, για την απουσία τηλεδιοίκησης στον σιδηρόδρομο, ο υπουργός Επικρατείας παρατήρησε ότι «το 13% του ευρωπαϊκού σιδηροδρόμου έχει τα συστήματα (ασφαλείας), το υπόλοιπο 87% λειτουργεί με κανονισμούς ασφαλείας» και διερωτήθηκε: «Δηλαδή στο 87% δεν πρέπει να υπάρχει σιδηρόδρομος;».
Και, προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα, επισήμανε ότι «ενώ όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν υπήρχε τηλεδιοίκηση, όμως εφαρμοζόταν ο κανονισμός ασφαλείας και τα τρένα λειτουργούσαν». Συνεπώς, «οι μηχανοδηγοί έχουν την ευθύνη για την τήρηση του κανονισμού λειτουργίας […] ο σταθμάρχης και οι μηχανοδηγοί διέπραξαν σειρά απαράδεκτων σφαλμάτων […] όλα (ήσαν) πολύ κακώς καμωμένα από συγκεκριμένους ανθρώπους που δεν έκαναν τη δουλειά τους», συμπέρανε ο Μ. Βορίδης.
Και, στο «δια ταύτα», «στον σιδηρόδρομο υπάρχει ένας γενικός κανονισμός ασφαλείας, ο οποίος λέει με απόλυτη λεπτομέρεια τα πρωτόκολλα που πρέπει να τηρούνται. Από αυτά έχουν γίνει επτά παραβιάσεις από αυτούς που έπρεπε να τα τηρήσουν. Αν δεν γίνονταν αυτές οι παραβιάσεις, το φοβερό αυτό δυστύχημα δεν θα είχε συμβεί».
Κατά τον Μ. Βορίδη, συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν έκαναν τη δουλειά τους, όπως την ορίζει ο γενικός κανονισμός, «όπως δεν έκαναν τη δουλειά τους και εκείνοι που ήσαν υπεύθυνοι να ελέγχουν τους παραπάνω». Ως εκ τούτου, «αυτό διασπά τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στο ζημιογόνο γεγονός, το φοβερό αυτό δυστύχημα, και στις πράξεις του υπουργού που βρίσκεται πολύ μακριά».
Σχετικώς με την αποδιδόμενη, από την αντιπολίτευση, κατηγορία σε βάρος του Κώστα Αχ. Καραμανλή, για την παράταση στην επίμαχη σύμβαση, ο υπουργός Επικρατείας παρατήρησε ότι είχαν δοθεί επτά διαδοχικές παρατάσεις, αυτή δε, που «βαρύνει τον κ. Καραμανλή είναι μία», η έβδομη δηλαδή. Ενώ περιέγραψε το δίλημμα, με το οποίο, όπως είπε, ήλθε αντιμέτωπος ο τότε υπουργός Μεταφορών, είτε να επαναπροκηρύξει το έργο από την αρχή επιφέροντας μεγάλη καθυστέρηση στην παράδοσή του είτε να δώσει την παράταση. Τούτου δοθέντος, «η παράταση δόθηκε με σκοπό την επιτάχυνση και ολοκλήρωση του έργου, και τώρα κατηγορούμε τον Καραμανλή για την παράταση που έδωσε».
Για τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής δε, διετύπωσε τη διαφωνία του «με τη διαπίστωση ότι τα διαφορετικά πορίσματα σημαίνουν ότι δεν έκανε σωστά τη δουλειά της η εξεταστική επιτροπή». Αφού υπενθύμισε ότι δόθηκαν δύο παρατάσεις, αναφερθείς στο γεγονός ότι δεν εκλήθη από την εξεταστική ο πρόεδρος των μηχανοδηγών Κώστας Γενηδούνιας, ο υπουργός Επικρατείας σημείωσε: πρώτον, ότι ο συγκεκριμένος είναι συνδικαλιστής με συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα, δεύτερον ότι τα εξώδικα που είχε αποστείλει, ανεγνώσθησαν στην εξεταστική, «άλλο τίποτε δεν είχε να πει, ιδία γνώση δεν είχε».
Για τον ρόλο του Κοινοβουλίου στις ποινικές υποθέσεις με εμπλεκόμενους πολιτικά πρόσωπα, παρατήρησε ότι «σωστά το Σύνταγμά μας από το 1844 βάζει ένα φίλτρο […] όμως το φίλτρο πρέπει κανείς να το χειρίζεται είτε είναι της παρατάξεώς του είτε τρίτος (σ.σ. ο κατηγορούμενος), με νηφαλιότητα, ακεραιότητα και σαν να είναι δικαστής».
Και, συνέχισε, «από πολιτικής πλευράς το επωφελές για τη Νέα Δημοκρατία μπορεί να είναι, το να παραπεμφθεί» (σ.σ. ο Κ. Αχ. Καραμανλής), και το δικαστήριο να κατέληγε στην όποια απόφαση. Όμως, με βάση το ισχύον πλαίσιο, εδώ «η επιχειρηματολογία πρέπει να είμαι αμιγώς ποινική. Όταν κρίνει τέτοια ζητήματα η Βουλή, πρέπει να σκέφτεται ως δικαστής […] δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για πολιτική στάθμιση. Γιατί με την πολιτική στάθμιση κινδυνεύουμε να παραπέμψουμε αθώους ανθρώπους για να έχουμε πολιτικό όφελος ή, ανάποδα, να επιχειρούμε να αθωώσουμε ανθρώπους που θα έπρεπε να είχαν δικασθεί, για να μην έχουμε πολιτικό κόστος», δήλωσε κλείνοντας.