Του Γεωργίου Καραμαδούκη
Κατά τον 17ο αιώνα το κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα στην Ελλάδα αποτελεί ο νεοαριστοτελισμός και πραγματοποιείται σειρά υπομνηματισμών από λόγιους στα έργα του φιλοσόφου. Σημαντική προσωπικότητα της περιόδου αυτής υπήρξε ο Θεόφιλος Κορυδαλέας που το έργο του υπήρξε σταθμός της νεολληνικής σκέψης γράφοντας πονήματα πάνω στην αριστοτελική φιλοσοφία. Εκτός όμως από τον Κορυδαλλέα αριστοτελικοί φιλόσοφοι υπήρξαν και οι Γεράσιμος Βλαστός, Νικόλαος Κούρσουλας, Γεώργιος Σουγδουρής και ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Η νεοαριστοτελική διδασκαλία δεν θα αργήσει να παγιωθεί ως επίσημη διδασκαλία και είναι αυτή που θα προκαλέσει την αντίδραση των λογίων του επόμενου αιώνα. Η εκκλησία μάλιστα θα επιβάλλει την κρατούσα κορυδαλλική ερμηνεία των αριστοτελικών κειμένων και για αυτό τιμωρούσε αυστηρά τις διάφορες παρεκκλίσεις από αυτήν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Ευγένιου Βούλγαρη που παρά το γεγονός ότι είχε υιοθετήσει το τυγχώνειο σύστημα, καθώς το ηλιοκεντρικό ερχόταν σε ρήξη με τις Γραφές, ήρθε σε προστριβές με το Πατριαρχείο.
Οι νεωτερικές αντιλήψεις έτυχαν σφοδρής κριτικής από κύκλο ιερωμένων λογιών του Πατριαρχείου στον οποίο περιλαμβάνονταν ο Αθανάσιος Πάριος και ο Σέργιος Μακραίος, με τον δεύτερο μάλιστα να μην διστάζει να καταρρίψει το ηλιοκεντρικό σύστημα του Κοπέρνικου. Ο ίδιος ισχυριζόταν με τρόπο ειρωνικό πως εμείς που έχουμε σώας τας φρένας και εκφράζουμε τον ορθό λόγο ποτέ δεν εκτραπήκαμε από τα άτοπα και τα παράλογα του Κοπέρνικου.
Η διδασκαλία του Μακραίου στην Πατριαρχική Ακαδημία βασιζόταν στο έργο του Θεόφιλου Κορυδαλλέα και αυτό που προσπαθούσε να πετύχει ήταν ο συγκερασμός της αριστοτελικής φιλοσοφίας με την εκκλησιαστική θεολογία. O Mακραίος προκρίνει τον φυσικό κόσμο του Αριστοτέλη, ο οποίος είναι πεπερασμένος, με την γη στο κέντρο και τον ήλιο σε διπλή κίνηση που καθόριζε την μέρα και την νύχτα, αλλά και τις εποχές του έτους.
Ο Μακραίος προτείνει τον εμπειρικό κόσμο των αισθήσεων του Αριστοτέλη, καθώς αυτός μαρτυρείται σε διάφορα βιβλικά χωρία. Μάλιστα δια των αισθήσεων προσπαθεί να απορρίψει την άποψη του Κοπέρνικου και άλλων νεότερων φυσικών ότι ο κόσμος είναι άπειρος, αδυνατώντας να κατανοήσει την πολυπλοκότητα του σύμπαντος, που δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την απλή παρατήρηση, στην οποία βασιζόταν ο Αριστοτέλης.
Αντιμάχεται τις υποθέσεις περί πιθανότητας ύπαρξης ζωής σε άλλους πλανήτες, καθώς αυτό θα κλόνιζε την εικόνα της κεντρικής θέσης που είχε ο άνθρωπος στον σύμπαν ως κατ’ εικόνα του Θεού. Έτσι προσπαθεί να εκμηδενίσει την πιθανότητα αυτή, αναφέροντας πως ο κόσμος είναι πεπερασμένος και πως ο συλλογισμός πως οι πλανήτες κατοικούνται είναι ψευδής.
Για τον Μακραίο πέραν του γεγονότος ότι θεωρούσε αδιανόητη την ταυτόχρονη κίνηση της γης γύρω από τον εαυτό της και τον ήλιο, απορριπτικοί ήταν και η θεωρία της έλξης του Νεύτωνα, αλλά και οι μαθηματικοί υπολογισμοί του Καρτέσιου, καθώς αν οι πλανήτες έλκονταν μεταξύ τους θα δημιουργούνταν μια χαώδης κατάσταση.
Ο Μακραίος προσπάθησε βασισμένος στον αριστοτελικό φυσικό κόσμο να απορρίψει έστω με κάποια υφή επιστημονικότητας το κοσμοείδωλο του Κοπέρνικου και του Νεύτωνα. Αντίθετα ο Αθανάσιος Πάριος θα καταφερθεί πολύ σκληρότερα κατά των νέων επιστημών, κυρίως βασισμένος στις Γραφές και στην χριστιανική ηθική. Βασικό του επιχείρημα κατά της νέας φιλοσοφίας είναι πως αυτή δεν οδηγεί στην ευδαιμονία τον άνθρωπο και πως αυτή επιτυγχάνεται με την καθ’ ομοίωση με τον θεό.
Ο Πάριος φτάνει να καταγγείλει μέχρι και τους αρχαίους φιλοσόφους πεπλανημένους από τον πολυθεϊσμό. Κατηγορούσε τους Διαφωτιστές ως εκπροσώπους μιας ψευδοφιλοσοφίας, καθώς αυτή βασιζόταν στα γήινα και τα υλικά πράγματα αγνοώντας την Αγία Γραφή που είναι η μόνη πραγματική φιλοσοφία.
Η αθεΐα τους είναι αυτή που τους τυφλώνει κάνοντας τους αλαζονικούς προσπαθώντας να εξηγήσουν τον κόσμο με τις αδύναμες γνώσεις τους. Χαρακτηριστικά κατηγορεί τον Βολταίρο και τον Νεύτωνα για αθεΐα, αλλά και όσους προσπαθούν να βρουν την γνώση στην Δύση και όχι στις διδαχές των πατέρων της εκκλησίας.
Ο Πάριος αντιτίθεται στην θύραθεν παιδεία που τώρα προβάλλεται από τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Αναφέρει πως τα μαθήματα των νεότερων φιλοσόφων όχι μόνο αναγκαία δεν είναι, αλλά και άχρηστα, όπως αποφαίνονται οι θείοι δάσκαλοι. Για τον Πάριο δεν έχει νόημα κάποιος να μάθει διάφορες γνώσεις αν αυτές δεν τον οδηγήσουν στην Βασιλεία του Θεού.
Παρά το γεγονός ότι ασκεί κριτική σε παλαιούς και νέους φιλοσόφους, δεν είναι ενάντιος στην διδασκαλία των μαθημάτων που ήδη έχει δεχθεί η εκκλησία. Υποστηρίζει λοιπόν πως καθήκον των χριστιανών είναι να μαθαίνουν πρώτα τα του Θεού και ως δευτερεύοντα τα ελληνικά μαθήματα, της λογικής, της ρητορικής, της μεταφυσικής και θεολογίας, χωρίς να πηγαίνουν στην αλλοδαπή, που αποτελεί εστία παθών και αμαρτίας. Συνεπώς εδώ εμμέσως πλην σαφώς δέχεται και αυτός την αριστοτελική διδασκαλία, την οποία αντιπαραβάλλει προς την νευτώνεια και των λοιπών νεότερων φυσικών.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το κοσμοείδωλο του Αριστοτέλη στηρίχθηκε από νεοαριστοτελικούς φιλοσόφους και τους ιερωμένους λογίους του Πατριαρχείου, καθώς ήταν προσαρμοσμένο στα κελεύσματα των πατέρων της εκκλησίας και των ιερών γραφών. Από την άλλη μεριά οι Έλληνες Διαφωτιστές προσπάθησαν να εκλαϊκεύσουν την επιστημονική γνώση της νεότερης φιλοσοφίας της Δύσης και ιδιαίτερα στον τομέα των φυσικών επιστημών, συναίνεσαν με τα πορίσματα του Κοπέρνικου και του Νεύτωνα απορρίπτοντας το αριστοτελικό σύμπαν. Τα χαρακτηριστικά της διαμάχης ανάμεσα στα δυο κοσμοείδωλα κινήθηκαν πάνω στην σύγκρουση της χριστιανικής θεολογίας και των ανατρεπτικών για αυτήν νέων ανακαλύψεων.