Η ακρίβεια, παρά τα μέτρα για την αντιμετώπισή της καλά κρατεί με τους καταναλωτές να αλλάζουν τις καταναλωτικές συνήθειές τους την ώρα που τα σούπερ μάρκετ συνεχίζουν το σερί κερδοφορίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών Circana, συνολικά οι πωλήσεις σε αξία τον πρώτο μήνα του χρόνου ανήλθαν σε 825 εκατ. ευρώ έναντι 807 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2023.
Η αύξηση του τζίρου κατά 1,8% δεν ήταν αποκλειστικά πληθωριστική καθώς καταγράφηκε και αύξηση του όγκου πωλήσεων τεμαχίων κατά 1,1%, γεγονός που σημαίνει αύξηση τιμών κατά 0,7%. Την ίδια ώρα τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας παρουσίασαν άνοδο 3,6% αγγίζοντας μερίδιο 27% επί της συνολικής αγοράς, με την αύξηση να προέρχεται από τα τρόφιμα. Όσον αφορά την προωθητική δραστηριότητα, το ποσοστό των πωλήσεων που έγινε υπό καθεστώς προσφοράς αυξήθηκε συνολικά στα ταχυκίνητα προϊόντα στο 25,4% από 22% τον περυσινό Ιανουάριο.
Αύξηση προσφορών καταγράφηκε στα τρόφιμα (25%), στα απορρυπαντικά-καθαριστικά (25,8%), στα είδη ατομικής φροντίδας και ομορφιάς (29,1%). Από τα στοιχεία της Circana προκύπτει επίσης ότι σημειώθηκαν μειώσεις τιμών στα γαλακτοκομικά (-4,4%), στα είδη ατομικής υγιεινής (-5%), στα άλλα προϊόντα νοικοκυριού (-4,1%) και στα αλκοολούχα ποτά (-0,2%). Στον αντίποδα μειώσεις τιμών καταγράφηκαν στα σνακ (5,1%), στα υλικά μαγειρικής (3,5%), στα μη αλκοολούχα ροφήματα, όπως χυμοί, αναψυκτικά (3,4%), στα κατεψυγμένα τρόφιμα (1,8%) και στα συσκευασμένα τρόφιμα (1,1%).
Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας
Την ίδια ώρα σε εφαρμογή έχουν τεθεί από την 1η Μαρτίου τα μέτρα του υπουργείου Ανάπτυξης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας που φαίνεται να οδηγούν σε αναπροσαρμογή της εμπορικής πολιτικής των εταιρειών.
Περιγράφοντας τη νέα κατάσταση που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται στην αγορά μετά από δύο ιδιαίτερες χρονιές με υψηλό πληθωρισμό και ενεργειακή κρίση, ο Παναγιώτης Μπορέτος αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Circana μιλώντας στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων επισημαίνει: «από τα μηνύματα που παίρνουμε μέχρι στιγμής εκτιμούμε ότι η φετινή χρονιά θα είναι ιδιαίτερη καθώς ένα σύνολο παραγόντων επηρεάζει την πορεία της ενώ σε εφαρμογή έχουν τεθεί και τα μέτρα του υπουργείου Ανάπτυξης προκειμένου να περιοριστεί η ένταση της ακρίβειας».
Όπως εξηγεί ο κ. Μπορέτος, η ανοδική τάση της αγοράς σούπερ μάρκετ και στα τυποποιημένα προϊόντα (fixed barcode) με αύξηση 1,8% πωλήσεων σε αξία και στα επί ζυγίω προϊόντα ή «χύμα» με αύξηση 3,3% πωλήσεων σε αξία συνεχίζεται, με τους καταναλωτές να επιλέγουν όλο και περισσότερο προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αλλά και μικρότερης συσκευασίας για να γεμίσουν το καλάθι τους. Παράλληλα επιλέγουν όλο και συχνότερα τα μικρά καταστήματα έως 400 τ.μ για τις αγορές τους, γεγονός που σπεύδουν να εκμεταλλευτούν οι αλυσίδες αναπροσαρμόζοντας το επενδυτικό τους πλάνο.
Αναφορικά με τις τιμές, ο ίδιος σημειώνει ότι έχουν αυξητική πορεία αλλά με πτωτικό ρυθμό, δηλαδή η μέση τιμή ανά μονάδα ανήλθε τον Ιανουάριο στο +0,7% ενώ το 2023 έκλεισε στο +6,6%. «Βλέπουμε ότι γενικά οι αυξήσεις τιμών ακολουθούν πτωτική πορεία. Αυτό είναι θετικό αλλά οφείλεται σε πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ενισχύονται με μερίδιο που ανέρχεται στο 27% ενώ υπάρχει μεγαλύτερη προωθητική πίεση σε συγκεκριμένες κατηγορίες λόγω των μέτρων που έχουν ληφθεί. Μάλιστα, στο σύνολο της αγοράς, η προωθητική πίεση αγγίζει το 25,4% από 22% που ήταν πέρυσι. Επίσης, οι καταναλωτές στρέφονται σε μικρότερες συσκευασίες. Για παράδειγμα, μέχρι πριν ενάμιση χρόνο αραιά έβλεπε κανείς να αγοράζονται συσκευασίες ελαιολάδου κάτω του ενός ή των δύο λίτρων. Σήμερα όμως, το μισό ράφι στο ελαιόλαδο περιλαμβάνει μικρότερες συσκευασίες του ενός λίτρου. Όλα αυτά συνηγορούν σε αυτό που λέμε ότι υποχωρεί η τιμή ανά συσκευασία. Αυξητική μεν αλλά δεν έχει τους ίδιους ρυθμούς ανάπτυξης με ένα χρόνο πριν».
Συγκρατημένη αισιοδοξία για την πορεία του κλάδου
Για την πορεία της αγοράς στο σύνολο της χρονιάς, ο κ. Μπορέτος σημειώνει ότι είναι πολύ δύσκολο να βγει ένα ασφαλές συμπέρασμα. «Αναμένουμε μια αλλαγή προσανατολισμού της εμπορικής πολιτικής των επιχειρήσεων κυρίως σε ότι αφορά στις προσφορές. Επίσης, εκτιμούμε ότι συνολικά οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ σε αξία θα αυξηθούν κατά 3,2% το 2024 σε σύγκριση με το 2023 με τις τιμές ανά μονάδα να αυξάνονται κατά 1,7%» τονίζει και συμπληρώνει: «Η τιμή γίνεται όλο και σημαντικότερο σημείο συζήτησης. Υπάρχει συνεχής αγώνας και των προμηθευτών και των λιανεμπόρων για να κάνουν όσο το δυνατόν πιο ελκυστικά τα προϊόντα τους και τα καταστήματά τους στους καταναλωτές ώστε για να μην διστάζουν οι τελευταίοι και να προβληματίζονται λιγότερο στο σημείο αγοράς».
Στο ίδιο μήκος κύματος, το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) κατέγραψε τις απόψεις των στελεχών επιχειρήσεων του κλάδου για τα κύρια κλαδικά θέματα και προκλήσεις της φετινής χρονιάς. Η έρευνα διεξήχθη την περίοδο 15 έως 31 Ιανουαρίου 2024 με τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου και δείγμα 130 ανώτερα και ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων (λιανεμπόριο-αλυσίδες σούπερ μάρκετ και προμηθευτές FMCG) από τη γενική διεύθυνση και τα τμήματα marketing, πωλήσεων, αγορών, οικονομικών, πληροφορική κλπ.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τα στελέχη του κλάδου αναμένουν αύξηση της αξίας των πωλήσεων το πρώτο εξάμηνο του 2024 (+1,6%) σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023 και μείωση του όγκου πωλήσεων το πρώτο εξάμηνο του 2024 (-1,3%) σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023. Επίσης, αναμένουν διατήρηση του επίπεδου του οικονομικού κλίματος σε θετικά επίπεδα αλλά και ηπιότερη επίδραση των ανατιμήσεων στη λειτουργία των επιχειρήσεων και μειωμένη εκτίμηση για μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις.
Σε σχέση με τις προσδοκίες για τις πωλήσεις του κλάδου καταγράφεται μεγάλο ποσοστό ερωτηθέντων 62% οι οποίοι θεωρούν ότι η αξία των πωλήσεων του κλάδου θα αυξηθεί το επόμενο εξάμηνο (έναντι 80% στην προηγούμενη μέτρηση), με ένα μικρό ποσοστό 15% οι οποίοι θεωρούν ότι θα παρουσιάσει μείωση. Μεσοσταθμικά τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα εκτιμούν ότι θα καταγραφεί αύξηση της τάξης του 1,6% στις πωλήσεις το εξάμηνο Ιανουάριος 2024-Ιούνιος 2024 σε σχέση με το ίδιο εξάμηνο του 2023. Αντίθετα, τα στελέχη εκτιμούν μείωση του όγκου πωλήσεων το πρώτο εξάμηνο του 2023 (-1,4%) σε σχέση με το αντίστοιχο του 2023, η οποία είναι μάλιστα εντονότερη οριακά αυτής της προηγούμενης μέτρησης (-1,1%). Η διαφορά αυτή αποδίδεται στις πληθωριστικές τάσεις που επηρεάζουν αρνητικά τις καταναλωτικές συνήθειες, με τους καταναλωτές να προσαρμόζουν τη δαπάνη τους στο αντίστοιχο επίπεδο τιμών.
Αναφορικά με την οικονομική κατάσταση της χώρας, το 35% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι το τελευταίο εξάμηνο βελτιώθηκε και η πλειοψηφία σε ποσοστό 38% ότι χειροτέρεψε. Σημειώνεται ότι η μέτρηση αυτή είναι η τρίτη καλύτερη σε σχέση με την μέτρηση που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο 2017 που πραγματοποιείται η παρούσα μελέτη και η καλύτερη της τελευταίας τριετίας.
Το οικονομικό κλίμα παρουσιάζει πιο βελτιωμένη εικόνα, η οποία οφείλεται στο συνδυασμό των εκτιμήσεων των στελεχών (πωλήσεις, τιμές, οικονομικές συνθήκες). Ο δείκτης καταγράφεται στο 0,33, με ελάχιστη πτώση σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση και στα σχετικά υψηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί γι’ αυτή τη μελέτη. Η αποκλιμάκωση οφείλεται στην εκτίμηση μικρότερης αύξησης των πωλήσεων και στην εκτίμηση για περιορισμό των ανατιμήσεων.
Μεταξύ των θεμάτων που εξετάστηκαν, είναι η εκτίμηση της παρούσας οικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων, αλλά και η επίδραση των ανατιμήσεων. Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων σε ποσοστό 58% αναμένει καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα ως προς την κερδοφορία της το 2024, ενώ 17% αναμένει χειρότερο οικονομικό αποτέλεσμα. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις του δείγματος, είτε δεν έχουν ακόμα σαφή εικόνα, είτε δεν αναμένουν μεταβολή. Πρακτικά οι περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας τροφίμων (7 στις 10 επιχειρήσεις) αναμένουν κάποια μικρή κερδοφορία το 2024, ενώ λιγότερες από 1 στις 10 αναμένουν ζημιές.
Αναφορικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά τις τιμές το 2024, σύμφωνα με τα στελέχη του κλάδου είναι: το κόστος μεταφορικών (85%), οι διεθνείς τιμές πρώτων υλών (75%), το κόστος ενέργειας (60%), το εργασιακό κόστος (59%), οι νομοθετικές ρυθμίσεις της πολιτείας (55%) και το κόστος χρήματος (53%).
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ