Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Μόνον ο Θεός κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αυτός γνωρίζει τίς καρδιές τών ανθρώπων. Εμείς, επειδή δέν ξέρουμε τήν δίκαιη κρίση τού Θεού, κρίνουμε κατ όψιν, εξωτερικά, καί γι αυτό πέφτουμε έξω καί αδικούμε τόν άλλον».
Η κατάκριση είναι γεμάτη από αδικία.
-Γέροντα, εύκολα κρίνω καί κατακρίνω.
Η κρίση πού έχεις, είναι φυσικά, χάρισμα πού σού έδωσε ο Θεός, αλλά τήν εκμεταλλεύεται τό ταγκαλάκι καί σέ κάνει νά κατακρίνεις καί νά αμαρτάνεις. Γι αυτό, μέχρι νά εξαγνισθεί η κρίση σου καί νά έρθει ο θείος φωτισμός, νά μή τήν εμπιστεύεσαι. Όταν κανείς ασχολείται μέ τούς άλλους καί τούς κρίνη, ενώ ακόμα δέν έχει εξαγνισθή η κρίση του, πέφτει συνέχεια στήν κατάκριση.
Καί πώς, Γέροντα, θά εξαγνισθεί η κρίση μου;
Πρέπει νά τήν λαμπικάρεις. Μπορεί νά έχεις καλή διάθεση καί μία δύναμη μέσα σου, αλλά πιστεύεις ότι κρίνεις πάντοτε σωστά. Η κρίση σου είναι όμως είναι ανθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε νά απαλλαγείς από τό ανθρώπινο στοιχείο, νά αποκτήσεις ανιδιοτέλεια, γιά νά έρθει ο θείος φωτισμός καί νά γίνει η κρίση σου πνευματική, θεϊκή. Τότε η κρίση σου θά είναι σύμφωνη μέ τήν δικαιοσύνη τού Θεού καί όχι μέ τήν ανθρώπινη δικαιοσύνη. Μέ τήν αγάπη καί τήν ευσπλαχνία τού Θεού καί όχι μέ τήν λογική τήν ανθρώπινη.
Μόνον ο Θεός κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αυτός γνωρίζει τίς καρδιές τών ανθρώπων. Εμείς, επειδή δέν ξέρουμε τήν δίκαιη κρίση τού Θεού, κρίνουμε κατ όψιν, εξωτερικά, καί γι αυτό πέφτουμε έξω καί αδικούμε τόν άλλον. Η ανθρώπινη κρίση μας δηλαδή είναι μία μεγάλη αδικία. Είδες τί είπε ο Χριστός: Μή κρίνετε κατ όψιν, αλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε.
Θέλει πολλή προσοχή. Ποτέ δέν μπορούμε νά γνωρίζουμε πώς ακριβώς έχουν τά πράγματα. Πρίν από χρόνια σέ ένα μοναστήρι στό Άγον Όρος ήταν ένας πολύ ευλαβής διάκος, Κάποτε όμως φόρεσε ρούχα κοσμικά καί γύρισε στή πατρίδα του. Τότε πολλοί Πατέρες είπαν διάφορα εναντίον του. Αλλά τί είχε γίνει; Κάποιος τού είχε γράψει ότι οι αδελφές του ήταν ακόμα ατακτοποίητες καί, επειδή φοβήθηκε μήπως παραστρατήσουν, πήγε νά τίς βοηθήση. Έπιασε δουλειά σέ ένα εργοστάσιο καί ζούσε πιο καλογερικά από ό,τι προηγουμένως. Μόλις τακτοποίησε τίς αδελφές του, άφησε τή δουλειά του καί πήγε πάλι σέ μοναστήρι, γιά νά μείνει. Ο ηγούμενος, όταν είδε ότι τά ήξερε όλα, τυπικό, διακονήματα κ.λ.π., τόν ρώτησε πού τά ήξερε καί εκείνος άνοιξε τήν καρδιά του καί τού τά είπε όλα. Τότε ο ηγούμενος ενημέρωσε τόν επίσκοπο καί εκείνος τόν χειροτόνησε αμέσως ιερέα. Μετά πήγε σέ ένα απομακρυσμένο μοναστήρι καί εκεί ζούσε πολύ πνευματική ζωή, πολλή άσκηση. Έφθασε σέ άγια κατάσταση καί βοήθησε πνευματικά πολλούς ανθρώπους. Μερικοί πού δέν ξέρουν τί απέγινε μπορεί ακόμη νά τόν κατακρίνουν.
Πόσο πρέπει νά προσέχουμε τήν κατάκριση! Πόσο αδικούμε τόν πλησίον μας, όταν τόν κατακρίνουμε! Άν καί στήν πραγματικότητα μέ τήν κατάκριση αδικούμε τόν εαυτό μας καί όχι τούς άλλους, διότι μάς αποστρέφεται ο Θεός. Τίποτε άλλο δέν αποστρέφεται τόσο πολύ ο Θεός όσο τήν κατάκριση, γιατί ο Θεός είναι δίκαιος καί η κατάκριση είναι γεμάτη από αδικία.
Πώς φθάνουμε στήν κατάκριση
Γέροντα, γιατί πέφτω συχνά στήν κατάκριση;
Επειδή ασχολείσαι πολύ μέ τούς άλλους. Περιεργάζεσαι τίς αδελφές καί θέλεις από περιέργεια νά μαθαίνεις τί κάνει η μία, τί κάνει η άλλη. Έτσι μαζεύεις υλικό, γιά νά έχει τό ταγκαλάκι νά εργάζεται καί νά σέ ρίχνει στή κατάκριση.
Γιατί, Γέροντα, ενώ πρώτα δέν έβλεπα τά ελαττώματα τών άλλων, τώρα τά βλέπω καί κατακρίνω;
Τώρα βλέπεις τά ελαττώματα τών άλλων, γιατί δέν βλέπεις τά δικά σου.
Από πού προέρχονται, Γέροντα, οι λογισμοί κατακρίσεως;
Από τήν ιδέα πού έχουμε γιά τόν εαυτό μας- δηλαδή από τήν υπερηφάνεια- καί από τήν τάση νά δικαιολογούμε τόν εαυτό μας.
Γέροντα, η κατάκριση έχει έλλειψη αγάπης;
Έμ, τί έχει; Καί έλλειψη αγάπης έχει καί αναίδεια έχει. Όταν δέν έχεις αγάπη, δέν βλέπεις μέ επιείκεια τά λάθη τών άλλων, όποτε τούς ταπεινώνεις μέσα σου καί τούς κατακρίνεις. Πάει μετά τό ταγκαλάκι καί τούς βάζει νά κάνουν καί άλλο σφάλμα. Τό βλέπεις εσύ, τούς κατακρίνεις πάλι καί ύστερα συμπεριφέρεσαι μέ αναίδεια.
Μερικές φορές, Γέροντα, μέ στεναχωρεί η αδελφή μέ τήν οποία συνεργάζομαι καί τήν κατακρίνω.
Πού ξέρεις εσύ με πόσα ταγκαλάκια πολεμάει εκείνη τήν ώρα η αδελφή; Μπορεί νά τή πολεμούσαν πενήντα δαίμονες, γιά νά τήν ρίξουν, ώστε νά σέ κάνουν νά πείς: «Ά, τέτοια είναι». Ύστερα, όταν δούν ότι τήν κατέκρινες, θά έρθουν πεντακόσιοι δαίμονες νά τήν ρίξουν πάλι μπροστά σου, γιά νά τήν κατακρίνεις ακόμα περισσότερο. Μπορεί λ.χ. νά τής πείς: «Αδελφή, μή βάζεις αυτό τό πράγμα εκεί, εδώ είναι η θέση του». Τήν άλλη μέρα θά τήν κάνει τό ταγκαλάκι νά ξεχάσει τί τής είπες καί νά τό βάλει πάλι στήν ίδια θέση. Θά κάνει καί καμιά άλλη αταξία καί θά λές μέ τό λογισμό σου: «Μά χθές τής είπα νά προσέξει καί σήμερα τό έβαλε πάλι εκεί! Έκανε κι άλλη αταξία!». Όποτε τήν κατακρίνεις καί δέν μπορείς νά συγκρατηθείς καί νά μή μιλήσεις. «Αδελφή, τής λές, δέν σού είπα νά μήν τό βάλεις εκεί; Αυτό είναι ακαταστασία. Μέ έχει σκανδαλίσει η συμπεριφορά σου!». Αυτό ήταν! Ο διάβολος έκανε τήν δουλειά του. Σέ έβαλε νά τήν κατακρίνεις, αλλά καί νά ψυχρανθείς μαζί της. Και εκείνη, επειδή δέν ξέρει ότι εσυ ησουν η αιτία γιά τήν απροσεξία της, θά νοιώθει τύψεις πού σέ σκανδάλισε καί θά πέσει σέ λύπη. Βλέπετε μέ τί πονηριά εργάζεται τό ταγκαλάκι κι εμείς τό ακούμε;
Γι αυτό προσπαθήστε νά μήν κρίνετε κανέναν. Νά κρίνετε μόνον τά ταγκαλάκια πού, ενώ ήταν Άγγελοι, κατάντησαν δαίμονες καί , αντί νά μετανοήσουν, γίνονται πιό πονηροί καί κακοί καί βάλθηκαν μέ μανία νά καταστρέψουν τά πλάσματα τού Θεού. Ο πονηρός δηλαδή παρακινεί τούς ανθρώπους νά κάνουν παραξενιές καί αταξίες, καί ο ίδιος πάλι βάζει λογισμούς άλλους ανθρώπους, γιά νά κρίνουν καί νά κατακρίνουν, καί έτσι νικάει καί τούς μέν καί τούς δέ. Καί αυτοί μέν πού νικούνται καί κάνουν αταξίες, αισθάνονται μετά τήν ενοχή τους καί μετανοούν, ενώ οι άλλοι πού κατακρίνουν δικαιώνουν τόν εαυτό τους, υπερηφανεύονται καί καταλήγουν στήν ίδια πτώση μέ τόν πονηρό, τήν υπερηφάνεια.
Μέ τήν κατάκριση φεύγει η Χάρις τού Θεού.
Όταν, Γέροντα, μού περνάει ένας λογισμός εις βάρος τού άλλου, είναι πάντοτε κατάκριση;
Δέν τό καταλαβαίνεις εκείνη τήν ώρα;
Μερικές φορές αργώ νά τό καταλάβω.
Κοίταξε νά καταλαβαίνεις τό συντομότερο τήν πτώση σου καί νά ζητάς συγχώρεση καί από τήν αδελφή τήν οποία κατέκρινες καί από τόν Θεό, γιατί αυτό γίνεται εμπόδιο στήν προσευχή. Μέ τήν κατάκριση φεύγει αμέσως η Χάρις τού Θεού καί δημιουργείται αμέσως ψυχρότητα στή σχέση σου μέ τόν Θεό. Πώς νά κάνεις μετά προσευχή; Η καρδιά γίνεται πάγος μάρμαρο.
Η κατάκριση καί η καταλαλιά είναι οι μεγαλύτερες αμαρτίες καί απομακρύνουν τήν Χάρη τού Θεού περισσότερο από κάθε άλλο αμάρτημα. «Όπως τό νερό σβήνει τήν φωτιά, λέει ο Άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος, έτσι καί η κατάκριση σβήνει τήν Χάρη τού Θεού».
Γέροντα, νυστάζω πολύ στήν πρωινή Ακολουθία.
Μήπως κατέκρινες καμιά αδελφή; Εσύ βλέπεις εξωτερικά τά πράγματα καί κατακρίνεις, γι αυτό νυστάζεις μετά στήν Ακολουθία. Από τήν στιγμή δηλαδή πού κατακρίνει κανείς καί δέν αντιμετωπίζει τά πράγματα πνευματικά, μαζεύονται δέκατα πνευματικά καί αποδυναμώνεται. Καί όταν αποδυναμωθεί, ή νυστάζει ή έχει αϋπνία.
Γέροντα συχνά πέφτω στή γαστριμαργία.
Κοίταξε, εκείνο πού πρέπει τώρα νά προσέξεις πολύ είναι η κατάκριση. Αν δέν κόψεις τήν κατάκριση, ούτε από τή γαστριμαργία θά μπορέσεις νά απαλλαγείς. Ο άνθρωπος πού κατακρίνει, επειδή διώχνει τή Χάρη τού Θεού, μένει αβοήθητος καί δέν μπορεί νά κόψει τά ελαττώματά του. Και άν δέν καταλάβει τό σφάλμα του, γιά νά ταπεινωθεί, θά έχει συνέχεια πτώσεις. Άν όμως τό καταλάβει καί ζητήσει τήν βοήθεια τού Θεού, τότε ξαναέρχεται η Χάρις τού Θεού.
Όποιος κατακρίνει τούς άλλους, πέφτει στά ίδια σφάλματα
Γέροντα, πώς συμβαίνει, όταν κατακρίνω μία αδελφή γιά κάποιο σφάλμα της, σέ λίγο νά κάνω κι εγώ τό ίδιο σφάλμα;
Άν κατακρίνει κανείς τόν άλλον γιά ένα σφάλμα του καί δέν καταλάβει τήν πτώση του, ώστε νά μετανοήσει, συνήθως πέφτει στό ίδιο σφάλμα, γιά νά τό καταλάβει. Ο Θεός δηλαδή από αγάπη επιτρέπει ο άνθρωπος νά αντιγράφει τήν κατάσταση αυτού τόν οποίο κατέκρινε. Άν πείς λ.χ. ότι κάποιος είναι πλεονέκτης καί δέν καταλάβεις ότι κατέκρινες, ο Θεός παίρνει τή Χάρη του καί επιτρέπει νά πέσεις κι εσύ στή πλεονεξία. Αρχίζεις τότε νά μαζεύεις. Μέχρι νά καταλάβεις τή πτώση σου καί νά ζητήσεις συγχώρεση από τόν Θεό, θά λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι.
Γιά νά σέ βοηθήσω, θά σού πώ κάτι από τόν εαυτό μου. Όταν ήμουν στήν Ιερά Μονή Στομίου, έμαθα γιά μία συμμαθήτριά μου από τό Δημοτικό ότι είχε παραστρατήσει καί έκανε ζημιά κάτω στήν Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπόν νά τή φωτίσει ο Θεός νά ανέβει στό μοναστήρι, για νά τής μιλήσω. Είχα ξεχωρίσει καί μερικά κομμάτια περί μετανοίας από τήν Αγία Γραφή καί από Πατερικά. Μία μέρα λοιπόν ήρθε μέ δύο άλλες γυναίκες. Μιλήσαμε καί έδειξε ότι κατάλαβε. Στή συνέχεια ερχόταν συχνά μέ τό παιδί της καί έφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι γιά τόν ναό. Μία φορά κάποιοι γνωστοί προσκυνητές από τή Κόνιτσά μου λένε: «Πάτερ, αυτή η γυναίκα υποκρίνεται. Εδώ φέρνει κεριά κά λιβάνι καί κάτω συνεχίζει μέ τούς αξιωματικούς». Όταν ξαναήρθε, τή βρήκα στήν εκκλησία νά ασπάζεται τίς εικόνες, καί τής έβαλα τίς φωνές: «Φύγε από δώ, τής είπα, έχεις βρωμίσει όλη τήν περιοχή!». Η καημένη έφυγε κλαίγοντας. Δέν πέρασε πολύ ώρα καί αισθάνθηκα μεγάλο σαρκικό πόλεμο. «Τί είναι αυτό; λέω. Ποτέ μου δέν είχα τέτοιον πειρασμό. Τί συμβαίνει;». Δέν μπορούσα νά βρώ τήν αιτία. Κάνω προσευχή, τά ίδια. Όποτε παίρνω τόν ανήφορο γιά τήν Γκαμήλα.«Καλύτερα νά μέ φάνε οι αρκούδες», είπα. Προχώρησα αρκετά μέσα στό βουνό. Ο πειρασμός δέν υποχωρούσε. Βγάζω τότε ένα τσεκουράκι πού είχα κρεμασμένο στή μέση μου καί δίνω τρείς τσεκουριές στό πόδι μου, μήπως καί μέ τόν πόνο φύγει ο πειρασμός. Τό παπούτσι γέμισε αίμα, αλλά τίποτε. Σέ μία στιγμή ήρθε στό νού μου εκείνη η γυναίκα καί τά λόγια πού τής είχα πεί. «Θεέ μου , είπα τότε, εγώ γιά λίγο έζησα αυτή τήν κόλαση καί δέν μπορώ νά τήν αντέξω, κι αυτή η ταλαίπωρη πού ζεί συνέχεια αυτήν τήν κόλαση! Συγχώρεσε μέ πού τήν κατέκρινα». Αμέσως ενοίωσα μία δροσιά θεϊκή καί εξαφανίσθηκε ο πόλεμος. Βλέπεις τί κάνει η κατάκριση;
Άν παραβλέπουμε τά σφάλματα τών άλλων, θά παραβλέψει καί ο Θεός τά δικά μας
Γέροντα, σήμερα στή διαλογή τών ελιών κατέκρινα μερικές αδελφές, γιατί έβλεπα ότι δέν έκαναν προσεκτικά τή δουλειά τους.
-Κοίταξε νά αφήσεις τίς κρίσεις καί τίς κατακρίσεις, γιατί μετά θά σέ κρίνει κι εσένα ο Θεός. Εσύ δέν βάζει καμμιά ελιά λίγο χαλασμένη μαζί μέ τίς άλλες;
Όχι Γέροντα, προσέχω νά μή βάζω.
Άν μάς κάνει τόσο καλό διάλεγμα ο Χριστός στήν Κρίση, χαθήκαμε! Ενώ, άν τώρα παραβλέπουμε τά σφάλματα τών άλλων καί δέν τούς κατακρίνουμε, θά μπορούμε τότε νά πούμε στό Χριστό: «Χριστέ μου, βάλε μέ κι εμένα σέ καμιά άκρη μέσα στό Παράδεισο!». Θυμάστε τί γράφει τό γεροντικό γιά έναν αμελή μοναχό πού σώθηκε γιατί δέν κατέκρινε; Όταν ήρθε η ώρα νά πεθάνει, ήταν πολύ χαρούμενος καί ειρηνικός. Τότε ο Γέροντάς του, γιά νά ωφεληθούν οι Πατέρες πού είχαν μαζευτεί από τά γύρω Κελιά, τόν ρώτησε: «Αδελφέ, πώς καί δέν φοβάσαι τόν θάνατο, αφού έζησες μέ αμέλεια;». Καί ο αδελφός τού απάντησε: «Είναι αλήθεια ότι έζησα μέ αμέλεια. Από τότε όμως πού έγινα μοναχός προσπάθησα νά μήν κατακρίνω κανέναν, όποτε τώρα θά πώ στόν Χριστό: Χριστέ μου, είμαι ένας ταλαίπωρος, αλλά τουλάχιστον τήν εντολή Σου: ¨Μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε¨[8], τήν τήρησα». « Μακάριος είσαι αδελφέ, τού είπε τότε ο Γέροντας, γιατί σώθηκες χωρίς κόπο».
Γέροντα, μερικοί πνευματικοί άνθρωποι, όταν βλέπουν κάποιον νά ζεί αμαρτωλά, λένε: «Ά, αυτός, έτσι πού πάει, είναι γιά τήν κόλαση!».
Άχ, άν οι κοσμικοί άνθρωποι πάνε στή κόλαση από τίς καταχρήσεις, οι πνευματικοί άνθρωποι θά πάνε από τίς κατακρίσεις Γιά κανέναν δέν μπορούμε νά πούμε ότι θά πάει στήν κόλαση. Ο Θεός δέν ξέρουμε πώς εργάζεται. Τά κρίματα τού Θεού είναι άβυσσος. Κανέναν νά μή καταδικάζουμε, γιατί έτσι παίρνουμε τήν κρίση από τά χέρια τού Θεού. Πάμε νά γίνουμε Θεοί. Άν μάς ρωτήσει ο Χριστός τήν ημέρα τής Κρίσεως, άς πούμε τή γνώμη μας