Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΥΠΑΛΔΟΥ – ΜΑΡΚΟΡΑ
Γράφει ο Γεώργιος Καραμαδούκης
Τόσο ο Ιούλιος Τυπάλδος όσο και ο Γεράσιμος Μαρκοράς ανήκουν στην
Επτανησιακή Σχολή της ποιήσεως, η οποία διακρινόταν τεχνοτροπικά για τον
ρομαντισμό και τον νεοκλασικισμό της. Θεματολογικά καταπιανόταν με ζητήματα
που αφορούσαν την αγάπη για την πατρίδα, την γυναίκα και την χριστιανική
θρησκεία. Και οι δυο ποιητές ανήκαν στον κύκλο των λεγομένων Σολομικών, μαζί με
τον Ιάκωβο Πολυλά που είχε όμως περιορισμένο έργο. Στο άρθρο αυτό θα
αναδείξουμε τα χαρακτηριστικά της επτανησιακής ποίησης μέσω των ποιημάτων «Το
πλάσμα της φαντασίας» του Ιουλίου Τυπάλδου και «Ρεγγίνα Σκάρπα» του Γεράσιμου
Μαρκορά.
Κυρίαρχη μορφή στα συγκεκριμένα ποιήματα είναι αυτή της γυναίκας. Η
θεματική στο ποίημα του Τυπάλδου αναπτύσσεται γύρω από τα έντονα
συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου έναντι της ηρωίδας του. Αυτά είναι
συναισθήματα πόθου «Πόσες φορές αγάπη μου ζητώντας σε εις τα ξένα, με πόθο
γύρω ασήκωσα τα μάτια ερωτευμένα» (στχ. 25-28), ερωτικής προσμονής «α! που σαι
πες μου, αγάπη μου, που ‘σαι γλυκειά μου ελπίδα;» (στχ. 51-52) και απόγνωσης «κι
έρμη ψυχή μου απόμεινε σ όλον τον κόσμο ξένη» (στχ. 59-60).
Στο ποίημα του Μαρκορά συναντούμε πάλι στην θεματική την παρουσία της
γυναίκας και το στοιχείο της περιγραφής των συναισθημάτων του ποιητικού
υποκειμένου, με την διαφορά όμως, ότι ο τόνος είναι πένθιμος. Εδώ δεν έχουμε την
περιγραφή μιας εικόνας πάθους έναντι μιας γυναίκας, αλλά του θρήνου για τον χαμό
της, ο οποίος μας φανερώνεται από τους πρώτους κιόλας στίχους της πρώτης
στροφής.
Η μορφολογία των δυο ποιημάτων παρουσιάζουν ομοιότητες αλλά και
διαφορές σε σχέση με την μετρική τους και την στροφική τους οργάνωση. Το ποίημα
του Τυπάλδου είναι δομημένο σε οχτάστιχες στροφές, όπου ξεκινούν με έναν
ομοιοκατάληκτο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και καταλήγουν σε έναν επίσης ιαμβικό
δεκατρισύλλαβο. Ο δεκαπεντασύλλαβος αυτός είναι διαιρεμένος ανά δυο στίχους,
όπου ο πρώτος έχει οχτώ συλλαβές και ο δεύτερος επτά. Το ίδιο συμβαίνει και με τον
δεκατρισύλλαβο που είναι διαιρεμένος σε δυο εφτασύλλαβους στίχους.
Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος διακρίνεται από το συνταίριασμα μιας άτονης
και μιας τονισμένης συλλαβής. Για αυτό βλέπουμε πως στην πλειοψηφία των στίχων
του Τυπάλδου έχουμε τονισμό των ζυγών συλλαβών. Που και που όμως εμφανίζεται
τονισμός στην πρώτη συλλαβή (τροχαϊκό μέτρο) όπως: « όπου τα κάλλη ελπάμπανε
μες στ’ άνθη, στα λουλούδιαι» (στχ. 29-30). Για το συγκεκριμένο ο Θρασύβουλος
Σταύρου αναφέρει: «Μπορούμε όμως από τώρα να διατυπώσουμε τον ακόλουθο
γενικό νόμο, έναν από τους βασικούς νόμους της νεοελληνικής μετρικής: Η πρώτη
συλλαβή κάθε ιαμβικού στίχου μπορεί να τονιστεί. Με άλλα λόγια: Σε κάθε ιαμβικό
στίχο ο πρώτος ίαμβος μπορεί να αντικατασταθεί από τροχαίο ».
Στο ποίημα του Μαρκορά συναντούμε πάλι τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο
διαιρεμένο ανά δυο στίχους. Η διαφορά συνίσταται στο ότι η στροφική οργάνωση
δομείται σε έξι και όχι οχτώ στίχους ανά στροφή και με κατάληξη σε έναν ιαμβικό
δεκατετρασύλλαβο που και αυτός είναι διαιρεμένος σε στίχους των οχτώ και έξι
συλλαβών. Και εδώ δεν λείπει το φαινόμενο του τονισμού σε ορισμένες περιπτώσεις
των μονών συλλαβών.
Η μετρική αυτή του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου απαντάται σε ποιήματα του
Σολωμού όπως ο Κρητικός και οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Επίσης η γλώσσα των
ποιητών όπως και του Σολωμού είναι η δημοτική και αποτυπώνει λέξεις
συνυφασμένες με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού «Δάση βουνά
ανθοστόλιστα και κρυσταλλένια βρύση» (Το πλάσμα της Φαντασίας, στχ. 112-113),
«ο ήλιος που σε χαίρεται, τ’ αέρι που σε ζώνει» (Ρεγγίνα Σκάρπα, στχ. 15-16).
Όσο αφορά την τεχνοτροπία διαπιστώνουμε ότι είναι έκδηλη η παρουσία του
ρομαντισμού και στα δυο ποιήματα, χωρίς όμως να λείπουν και στοιχεία
νεοκλασικισμού. Η θεματική της εξιδανικευμένης γυναίκας, η έκφραση του πόθου ή
αντιστοίχως του θρήνου, οι ονειρικές εικόνες, η παρουσία της φύσης και ο
συσχετισμός της με τις ηρωίδες των έργων φανερώνουν αυτόν τον ρομαντισμό.
Από την άλλη πλευρά στο ποίημα του Μαρκορά υπάρχει το στοιχείο ενός
ρεαλισμού, καθώς ο ποιητής φαίνεται να θρηνεί για υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο είναι
πεθαμένο και η ψυχή του περιπλανιέται στην γη «Πνεύμα καλό τι σ’ εφερε; Τι σε
βαστάει στην γη;» (στχ. 5-6). Και στο ποίημα του Τυπάλδου η παρουσία μιας λόγιας
σε ορισμένες περιπτώσεις δημοτικής δείχνει την επίδραση του νεοκλασικισμού «στην
άδολη καρδιά μου», «αμόλυντη καρδιά». Αυτή η σύζευξη κλασικιστικών και
ρομαντικών στοιχείων απαντάται στην ποίηση της ώριμης περιόδου του Σολωμού.
Όπως αναφέραμε σε σχέση με την τεχνοτροπία των ποιημάτων αυτών
συναντούμε πληθώρα ρομαντικών στοιχείων. Το ποίημα του Τυπάλδου παρουσιάζει
έναν κόσμο έντονων συναισθημάτων που αποτυπώνονται με τις λέξεις «πόθος»,
«αγάπη», «καρδιά» «ψυχή». Τον ρομαντισμό δείχνουν και οι ονειρικές εικόνες που
δεν λείπουν από το ποίημα «εσύ που πρώτα επρόβαλες σαν όνειρο μπροστά μου»
(στχ. 1-2), «σκορπάει τα ουράνια ονείρατα σα σύγνεφο τ’ αέρι (στχ. 75-76).
Η εξιδανικευμένη μορφή της γυναίκας που παίρνει αγγελική υπόσταση είναι
ασφαλώς σημαίνων στοιχείο του ρομαντισμού «τ’ αγγελικό σου στόμα, τ’ αέρινο το
σώμα, τα ολόχρυσα μαλλιά», «θείο πλάσμα του ουρανού». Ο κόσμος του ιδεατού και
του μη σαρκικού έρωτα δηλώνεται επίσης στους στίχους 49-50 «Αγάπησα, κι
αγάπησα κι σε ποτέ δεν είδα».
Η προσωποποίηση της φύσης καθώς και η σύνδεσή της με τον
συναισθηματικό κόσμο του ποιητή αποτελούν και αυτά στοιχεία του ρομαντισμού.
Έτσι το λουλούδι εμφανίζεται να λέει λόγια ανέκφραστα και η αστροφεγγιά να
τραγουδά στην δέκατη τέταρτη στροφή. Τέλος οι αναφορές στο υπερβατικό στοιχείο
όπως στον Παράδεισο (στχ. 98 και 123) αλλά και αυτές του θανάτου και της οδύνης
που εκφράζονται με τις λέξεις «μνήμα», «δάκρυα», «τάφος» συνιστούν θεματικά
μοτίβα του ρομαντισμού.
Στο ποίημα του Μαρκορά εμφανίζεται πάλι η αγγελική εικόνα της γυναίκας
«Ξενιτεμένος άγγελος είσαι, ακριβή παρθένα!» (στχ. 7-8). Συναντούμε και εδώ την
προσωποποίηση της φύσης αλλά και ονειρικούς κόσμους «Σε κράζουν τ’ άστρα, που
‘χανε λάμψη από σε και χάρη» (στχ25-26), «Αν, ω καλή, στα ονείρατα, ως η ψυχή το
ελπίζει» (στχ. 49-50). Αυτή η παρουσία της φύσης που βλέπουμε και στα δυο
ποιήματα χρησιμοποιήθηκε και από τον Σολωμό συνήθως προβάλλοντας το δίπολο
Παραδείσου και Κόλασης.
Μπορεί στο ποίημα του Μαρκορά να μην έχουμε στον ίδιο βαθμό τις
συναισθηματικές εξάρσεις του ποιητικού υποκειμένου όσο αφορά την εξύμνηση του
έρωτα, ωστόσο συναντούμε έντονες μελαγχολικές εικόνες. Τέτοια εικόνα παίρνουμε
από την δεύτερη στροφή, η οποία και επαναλαμβάνεται ως έβδομη εντός του
ποιήματος. Εκεί ο ξενιτεμένος άγγελος εμφανίζεται με τ’ άσπρα φτερά κλεισμένα και
το φως του εγκλωβισμένο μέσα στην ψυχή. Επίσης θρηνητικές σκηνές εμφανίζονται
στην τέταρτη στροφή με τις χαρακτηριστικές φράσεις «κλάψα παντού», «αρετή στα
μαύρα», «στην εξορία της γης».