Το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών δεν είναι, τελικά, τόσο «ισχυρό» όσο φαινόταν τις πρώτες ώρες μετά την ολοκλήρωση της καταμέτρησης. Η Τζόρτζια Μελόνι αποφεύγει να συνομιλήσει με τους δημοσιογράφους, με μια επιμελώς σχεδιασμένη επικοινωνιακή πολιτική. Προς το παρόν, αφήνει να μιλούν τα «δεύτερα ονόματα» του κόμματος και εκείνη ασχολείται με τις ανεπίσημες επαφές και ζυμώσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η πρόεδρος των ακροδεξιών Αδελφών της Ιταλίας σκοπεύει να εκμεταλλευτεί, στις σχέσεις με τους συμμάχους της, την απόλυτη υπεροχή σε ψήφους και προβολή. Κάτι που σημαίνει ότι προσανατολίζεται προς την απόρριψη του αιτήματος του γραμματέα της Λέγκας, Ματέο Σαλβίνι, να μπορέσει να αναλάβει και πάλι το υπουργείο Εσωτερικών. Διότι η νικήτρια των εκλογών ξέρει καλά ότι ο επικεφαλής της Λέγκας θα ήθελε να εκμεταλλευτεί και πάλι τη συγκεκριμένη θέση για να αυξήσει τη δημοτικότητά του στον «λαό της βαθιάς Δεξιάς».
Την ίδια ώρα, ο Σαλβίνι αντιμετωπίζει την κριτική και δυσαρέσκεια γνωστών στελεχών της Λέγκας, όπως του προέδρου της περιφέρειας Βένετο, Λούκα Τζάια, για το ότι το κόμμα τους έχασε τεράστιο ποσοστό ψήφων, υπέρ των υποψηφίων της Μελόνι. Οι επόμενες εβδομάδες θα δείξουν αν το όλο αυτό κλίμα θα οδηγήσει σε μαζικό αίτημα για αντικατάσταση του Σαλβίνι ή αν η σύσταση της κυβέρνησης θα περιορίσει, προσωρινά, την όλη αυτή απογοήτευση.
Οσο για τη σύνθεση της κυβερνητικής ομάδας, επιβεβαιώνονται οι πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η επικεφαλής της ιταλικής άκρας Δεξιάς προτιμά να επιλέξει τεχνοκράτες για αρκετά υπουργεία-κλειδιά (όπως των Εσωτερικών και Οικονομικών) και να κρατήσει, για πολιτικά πρόσωπα, μόνον ένα μέρος από τις θέσεις του υπουργικού συμβουλίου: το υπουργείο Αμυνας στον ομοϊδεάτη της και στενό συνεργάτη Ινιάτσιο Λα Ρούσα και το υπουργείο Εξωτερικών στον κεντρώο, πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Αντόνιο Ταγιάνι.
Είναι σαφές, όμως, ότι η συγκυβέρνηση κάποιων μετριοπαθών κεντρώων με τη βαθύτατη Δεξιά μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις και εντάσεις. Σε θέματα κύριας σημασίας για τη χώρα και τις σχέσεις με την Ευρώπη, ο Ταγιάνι (αν τελικά πάρει τη συγκεκριμένη θέση) θα μπορεί να συνεννοηθεί με την εθνικίστρια πρωθυπουργό Μελόνι;
Υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο: η Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι στη Γερουσία διαθέτει 18 εκλεγμένους εκπροσώπους. Ολη η συντηρητική συμμαχία έχει 112 γερουσιαστές, σύμφωνα με τους μέχρι τώρα υπολογισμούς, σε σύνολο 200. Κάτι που σημαίνει ότι «οι άνθρωποι του Καβαλιέρε», παρά τη συρρίκνωση της Φόρτσα Ιτάλια, παραμένουν καθοριστικοί. Και ότι αν ο Σίλβιο -ο οποίος άρχισε ήδη να νιώθει άβολα- αποφασίσει να αποχωρήσει από την πλειοψηφία, θα πέσει η κυβέρνηση.
H δε Κεντροαριστερά ετοιμάζεται να μπει σε μια φάση βαθιάς αυτοκριτικής, σε αναζήτηση νέας ταυτότητας και απευθείας επαφής με τα καθημερινά προβλήματα των πολιτών. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς το ιδιαίτερο βάρος της Καθολικής Εκκλησίας. Με παρέμβασή του, ο πρόεδρος της Συνέλευσης Καθολικών Επισκόπων Ιταλίας, καρδινάλιος Ματέο Τζούπι, τόνισε με νόημα: «Θα συνεχίσουμε να υποδεικνύουμε -και με αυστηρότητα, αν καταστεί αναγκαίο- την υπεράσπιση απαραβίαστων κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων, υπέρ του συμφέροντος όλης της κοινωνίας και όχι του προσωπικού». Πέρα από όλα τα άλλα πολύτιμα γνωρίσματά του, αποδεικνύεται ότι ο Πάπας Φραγκίσκος, στη φάση αυτή, είναι μια από τις ισχυρότερες εγγυήσεις για το δημοκρατικό μέλλον των Ιταλών.