Του Γεωργίου Καραμαδούκη
Οι εργασίες της Ά Εθνικής Συνέλευσης ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 1821 και έληξαν στις 15 Ιανουαρίου του 1822 στην Επίδαυρο, με κυρίαρχο στοιχείο την διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Η διακήρυξη αυτή είχε θεμελιώδη σημασία για τον χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης, καθώς επισημαίνονταν πως ο αγώνας ήταν απελευθερωτικός εναντίον ενός τυραννικού και βάρβαρου ζυγού.
Για να τονιστεί ακόμα περισσότερο το παραπάνω, η Εθνοσυνέλευση δεν έκανε καμία απολύτως αναφορά στην Φιλική Εταιρεία, η οποία αποτέλεσε τον βασικό ενωτικό φορέα των παραγόντων, που ξεκίνησαν την Επανάσταση. Αυτό συνέβη, διότι οι επαναστατημένοι Έλληνες δεν επιθυμούσαν να φανεί πως η εξέγερσή τους εκπορεύτηκε από μια μυστική συνωμοτική οργάνωση ιακωβίνικου τύπου και δεν ήθελαν να ταυτιστεί με τις λοιπές εξεγέρσεις σε Ισπανία, Νεάπολη και Πεδεμόντιο που είχαν συμβεί εκείνη την εποχή. Κάτι τέτοιο ήταν πιθανό να σήμαινε την παύση της από τις δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας, που είχαν συμφωνήσει στην διατήρηση των κεκτημένων τους στην Ευρώπη.
Πέραν αυτού σημασία είχε και ο πολιτικός αντίκτυπος που επιθυμούσαν να έχει η Εθνοσυνέλευση στην Ευρώπη σε επίπεδο πολιτειακής οργάνωσης με σκοπό την υποστήριξη του αγώνα. Η ύπαρξη βουλής, κεντρικής διοίκησης και εθνικού στρατιωτικού σώματος, δημιουργούσαν μια δομή εξουσίας, που καμία σχέση δεν είχε με την οθωμανική και που στόχευε στην ανάδειξη μια σύγχρονης πολιτείας κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Πέραν των διακρίσεων των εξουσιών κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς το νέο σύνταγμα δεν κατοχύρωσε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Η σημασία του γεγονότος αυτού πάλι σχετιζόταν με την υποστήριξη που επιδίωκαν οι Έλληνες από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ονόμασαν λοιπόν το νέο καθεστώς ως Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, ώστε να είναι σε θέση να δεχθούν οποιοδήποτε μονάρχη όριζε η Δύση ως ηγεμόνα.
Όσο αφορά τα ελληνικά πράγματα η σημασία της Εθνοσυνέλευσης ήταν πολύ μεγάλη για την προσπάθεια συντονισμού του αγώνα σε πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο. Ωστόσο αυτό δεν κατάφερε να γίνει εφικτό σε μεγάλο βαθμό εξ αιτίας της διατηρήσεως των τοπικών οργανισμών που είχαν ήδη σχηματιστεί, αλλά και της δημιουργίας δυο διοικητικών σωμάτων, του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού που συνέβαλλαν στην πολυαρχία και την συνέχιση των συγκρούσεων.
Η διαμάχη μεταξύ προκρίτων και στρατιωτικών αποτυπώθηκε στα όργανα εξουσίας με τον αποκλεισμό των δεύτερων. Βεβαίως δεν θα μπορούσε να λείψει η παρουσία των Φαναριωτών από την διοίκηση, καθώς αυτοί με τις γνώσεις και το κύρος τους είχαν συμβάλλει τα μέγιστα στην εκπόνηση του πρώτου επαναστατικού συντάγματος.
Πολλοί λοιπόν δυσαρεστημένοι στρατιωτικοί συνασπίστηκαν γύρω από τον κύκλο του Κολοκοτρώνη, ο οποίος στην ουσία έλεγχε την Πελοποννησιακή Γερουσία. Τον κύκλο αυτόν ήρθαν να υποστηρίξουν και πρόκριτοι της Πελοποννήσου που μετείχαν στην κεντρική εξουσία, αλλά δεν επιθυμούσαν να χάσουν τα ερείσματα από τις τοπικές κοινωνίες, χάρη στις οποίες αντλούσαν την δύναμή τους.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση της πολυαρχίας που συντήρησε η Ά Εθνική Συνέλευση η διοίκηση προσπάθησε αρχικώς να μειώσει την δύναμη της Γερουσίας περιορίζοντας την στρατολόγηση από αυτήν. Η πρόταση του Μαυρομιχάλη να ενωθεί η Γερουσία με την Εθνική Συνέλευση απορρίφθηκε και αυτή από τους στρατιωτικούς προκαλώντας την οργή των Υδραίων εναντίον του Κολοκοτρώνη.
Η Β΄ Εθνική Συνέλευση προσπάθησε να θεραπεύσει την πολυαρχία με την κατάργηση των τοπικών πολιτικών οργανισμών και τον διαμοιρασμό της εξουσίας με κάποιες τροποποιήσεις μεταξύ βουλευτικού και εκτελεστικού. Από την μια λοιπόν συνεχιζόταν η δημοκρατική παρακαταθήκη της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, αλλά από την άλλη οι δυο πόλοι εξουσίας δεν κατάφεραν να κρατήσουν τις ισορροπίες.
Η διαμάχη οδήγησε στους εμφυλίους πολέμους του 1823-25 και στον κίνδυνο κατάπνιξης της Επανάστασης από τον Ιμπραήμ και τον Κιουταχή. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι η διοικητική οργάνωση που καθιερώθηκε το 1822 εφαρμόστηκε μέχρι και τον Απρίλιο του 1826 και στοιχεία της εξακολούθησαν να υπάρχουν μέχρι και το 1827, που την διακυβέρνηση αναλαμβάνει πλέον ο Ιωάννης Καποδίστριας.