Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΑ Το ίδιο έτος που συνάπτεται η συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες (532 μ.Χ.) θα
ξεσπάσει στην Κωνσταντινούπολη η στάση του Νίκα (ονομάστηκε έτσι από το
σύνθημα νίκα) από τους δήμους της πόλεως. Προτού περιγράψουμε τα γεγονότα της
στάσεως είναι σκόπιμο να αναφέρουμε ορισμένα πράγματα για την δημιουργία των
δήμων και την εξέλιξή τους.
Στην Κωνσταντινούπολη όπως και στην Ρώμη διεξάγονταν αρματοδρομίες
στους αντίστοιχους ιπποδρόμους. Ασφαλώς αρματοδρομίες γίνονταν και στην
αρχαιότητα κατά την διάρκεια των μεγάλων εορτών (Νέμεα, Ίσθμια, Πύθια και
Ολύμπια). Όπως και στην Ρώμη έτσι και την Κωνσταντινούπολη είχαν δημιουργηθεί
τέσσερα σωματεία αρματοδρομιών που τα ονόματά τους καθορίζονταν από το χρώμα
της ενδυμασίας των ιππηλατών. Αρχικώς τα σωματεία αυτά ήταν τέσσερα (Λευκοί,
Ρούσσοι, Πράσινοι και Γαλάζιοι ή Βένετοι). Κατά την πάροδο των χρόνων όμως
έμειναν μόνο τα δυο τελευταία.
Σταδιακά άρχισαν να δημιουργούνται φατρίες από τους οπαδούς των
σωματείων αυτών, οι οποίες απέκτησαν από την κυβέρνηση την ιδιότητα δημοτικού
οργανισμού και ονομάστηκαν δήμοι . Οι δήμοι αυτοί μεταβλήθηκαν σιγά σιγά σε
πολιτικά κόμματα, τα οποία αντιπροσώπευαν διάφορες πολιτικές, κοινωνικές και
θρησκευτικές τάσεις . Έτσι λοιπόν η φωνή του πλήθους στον Ιππόδρομο αποτέλεσε
την λεγόμενη «κοινή γνώμη», με αποτέλεσμα ο ίδιος ο αυτοκράτορας να
παρουσιάζεται πολλές φορές σε αυτόν για να εξηγήσει τις ενέργειές του .
Τον Ιανουάριο του 532 μ.Χ. οι Πράσινοι κατήγγειλαν στον Ιππόδρομο ότι ο
σπαθοκουβικουλάριος Καλλοπόδιος τους αδικούσε και ξεκίνησε μια διαμάχη
αρχικώς με τους Βένετους . Ο Ιουστινιανός αφού είδε να φουντώνουν οι ταραχές και
να βρίζουν και το δικό του όνομα έπεμψε τον πατρίκιο του παλατιού Βασιλίδη να
ερευνήσει ποια ήταν η αιτία της στάσεως αυτής . Όταν προσπάθησε να μάθει για
ποιον λόγο έχουν προκαλέσει αυτήν την αναταραχή οι Πράσινοι καταφέρθηκαν κατά
του επάρχου των πραιτορίων Ιωάννη Καππαδόκη, του κοιαίστορα Ρουφίνου και του
επάρχου της πόλεως Ευδαίμονος . Ακούγοντας αυτά ο Ιουστινιανός προσπάθησε να
ικανοποιήσει το αίτημα των Πρασίνων τοποθετώντας στην θέση του Καππαδόκη τον
πατρίκιο Φωκά τον Κρατερό, στην θέση του Ρουφινου τον Βασιλίδη και στην θέση
του Ευδαίμονος τον αξιωματούχο Τρίφωνα .
Ο Θεοφάνης πάλι αναφέρει τον διάλογο που είχε ο Ιουστινιανός με τους
Πρασίνους, ο οποίος γινόταν μέσω ενός μανδάτορα κήρυκα. Στον διάλογο αυτό οι
Πράσινοι κατηγορούσαν τον Καλοπόδιο ως αίτιο αδικιών εναντίον τους, αλλά και τον
Ιουστινιανό που τον κάλυπτε, καθώς ο μανδάτορας κηρυκας ανέφερε ότι τίποτα το
κακό δεν είχε διαπράξει ο Καλοπόδιος. Επειδή οι Πράσινοι συνέχισαν τον διάλογο
περισσότερο επιθετικά ο Ιουστινιανός απείλησε πως αν δεν διαλυθούν θα διατάξει να
γίνουν αποκεφαλισμοί. Οι Πράσινοι εξακολούθησαν τα επαναστατικά συνθήματα και
ρώτησαν ποιος σκότωσε τον ξυλοπώλη (εννοώντας ότι αυτό ήταν έργο του
Καλοπόδιου). Εκσφενδόνισαν επίσης ύβρεις κατά των Βένετων τους οποίους
πίστευαν ότι ευνοούσε ο αυτοκράτορας, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να
ανταπαντήσουν. Ο διάλογος έληξε με τους Πράσινους μεταξύ άλλων να αναφέρουν
στον μανδάτορα: Κύριε Ελέησον, πόσο ταλαιπωρείται η αλήθεια!» .
Μια διαφορετική εκδοχή για την έναρξη των αναταραχών μας παρουσιάζει ο
Μαλάλας, η οποία όμως συμφωνεί στο τελικό πολιτικό αίτημα του δήμου για την
απομάκρυνση των προαναφερόμενων προσώπων, όπως και του κοιαίστωρα
Τριβωνιανού. Σύμφωνα με την διήγησή του όταν ο έπαρχος της πόλης, ο Ευδαίµων,
που είχε στη φρουρά του άτακτους φρουρούς και από τα δύο μέρη, αφού ανέκρινε
διάφορα άτομα, βρήκε επτά από αυτούς ενόχους για φόνο. Και η απόφασή του ήταν
αποκεφαλισμός για τους τέσσερις και ανασκολοπισμός για τους τρεις. Κι αφού τους
περιέφεραν σ’ όλη την πόλη, τους κρέμασαν .
Οι δύο όμως από αυτούς, ένας Πράσινος και ένας Βένετος, έπεσαν κάτω όταν
έσπασαν τα ξύλα που στήριζαν τις κρεμάλες τους. Κι ο κόσμος που βρισκόταν εκεί
και είδε το περιστατικό ξέσπασε σε ζητωκραυγές για τον αυτοκράτορα. Οι μοναχοί
από το κοντινό μοναστήρι του αγίου Κόνωνα άκουσαν τις φωνές, βγήκαν να δουν τι
συμβαίνει και βρήκαν τους δύο από τους κρεμασμένους να κείτονται ζωντανοί στο
έδαφος. Τους έβαλαν λοιπόν σ’ ένα πλοιάριο και τους έστειλαν στον άγιο Λαυρέντιο,
που θεωρούταν άσυλο. Όταν το έμαθε αυτό ο έπαρχος έστειλε στρατιώτες για να τους
φυλάνε όσο βρίσκονταν εκεί .
Ύστερα από τρεις ημέρες διεξήχθη η ιπποδρομία που ονομάζεται «των ειδών»
(σ’ αυτήν ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων τιμάει όσους διακρίνονται στους πολέμους,
δίνοντάς τους το αξίωμά του πριµικήριου). Στις 13 Ιανουαρίου λοιπόν, στον
ιππόδρομο, και οι δύο δήμοι παρακαλούσαν τον αυτοκράτορα να δείξει επιείκεια. Και
συνέχιζαν να φωνάζουν μέχρι το τέλος της 22ης αρματοδρομίας, χωρίς όμως να
πάρουν απάντηση. Τότε τους έβαλε ο διάβολος την κακή ιδέα στο μυαλό και
φώναζαν ο ένας στον άλλο: «Πολλά να’ ναι τα χρόνια των φιλάνθρωπων Πράσινων
και Βένετων». Κι αφού διέλυσαν την ιπποδρομία, κατέβηκαν τα πλήθη ενωμένα, και
συμφώνησαν να λένε ως σύνθημά το «Νίκα», για να µη δώσουν υποψίες στους
στρατιώτες ή στους εξκουβίτορες. Κι έτσι προχωρούσαν .
Αργά το βράδυ έφτασαν στο διοικητήριο του επάρχου ζητώντας να τους
δώσει μια απάντηση γι’ αυτούς που είχαν καταφύγει στον άγιο Λαυρέντιο. Επειδή
όμως δεν πήραν απάντηση έβαλαν φωτιά στο διοικητήριο και το έκαψαν, και μαζί και
τη Χαλκή Πύλη του παλατιού μέχρι τις σχολές και την μεγάλη εκκλησία και το
κρατικό λιμάνι. Και συνέχισαν το δρόμο τους χωρίς τάξη. Το επόμενο πρωί, όταν ο
αυτοκράτορας διέταξε ν’ αρχίσουν οι ιπποδρομίες, κι αφού κρέμασαν, όπως ήταν η
συνήθεια, τα παραπετάσματα, άναψαν και πάλι φωτιά οι ίδιοι οπαδοί των δήμων στις
σκάλες του ιππόδρομου. Και κάηκε τμήμα του δημόσιου δρόμου µε τις στοές μέχρι
το Ζεύξιππο .
Τότε βγήκαν ο Μούνδος, ο Κωνσταντίολος και ο Βασιλίδης µε τους στρατιώτες τους
και µε άλλες ενισχύσεις ύστερα από διαταγή του αυτοκράτορα, για να ηρεμήσουν τα
πλήθη που στασίαζαν. Γιατί ακουγόταν κατακραυγή από το πλήθος κατά του Ιωάννη
του Καππαδόκη, κατά του κοιαίστορα Τριβωνιανού και κατά του επάρχου της πόλης
Ευδαίµονα. Αφού τα άκουσαν αυτά οι παραπάνω συγκλητικοί που έστειλε ο
αυτοκράτορας, επέστρεψαν και του τα µμετέφεραν. Εκείνος αντικατέστησε αμέσως
και τους τρεις αξιωματούχους .
Τα επεισόδια λοιπόν με τον Καλοπόδιο, αλλά και με τους επτά
καταδικασθέντες υπήρξαν απλά αφορμές για διατυπωθεί το πραγματικό αίτημα που
ήταν πολιτικό και αφορούσε την εκδίωξη συγκεκριμένων προσώπων από την
διοίκηση. Σε αυτό οφείλουμε επίσης να προσθέσουμε την αγανάκτηση των δήμων
απέναντι στους βαρείς φόρους, που στάθηκε η αιτία να ενωθούν πολιτικά παρά τις
επιμέρους διαφωνίες τους οι Πράσινοι και οι Βένετοι εναντίον του βασιλικού ζεύγους
. Είναι επίσης πιθανόν η στάση αυτή να έγινε και με την συνδρομή των ανιψιών του
πρώην αυτοκράτορος Αναστασίου Υπάτιο και Πομπηίο, που επιθυμούσαν να
καταλάβουν την εξουσία. Ωστόσο ακόμα και μετά τις αλλαγές των προσώπων που
έκανε ο Ιουστινιανός οι ταραχές δεν σταμάτησαν.
Την πέμπτη μέρα από την έναρξη της στάσεως, αργά το απόγευμα, ο
Ιουστινιανός διέταξε τον Υπάτιο και τον Ποµπήιο, να πάνε στα σπίτια τους το
γρηγορότερο, είτε γιατί τους θεώρησε ύποπτους είτε και γιατί εκεί τους οδηγούσε η
ίδια η µοίρα τους. Αυτοί όμως, επειδή φοβήθηκαν μήπως ο λαός τους δώσει µε το
ζόρι την εξουσία, είπαν πως δεν ήταν σωστό να εγκαταλείψουν τον αυτοκράτορά
τους, ενώ διέτρεχε τόσο μεγάλο κίνδυνο. Ακούγοντας αυτό ο Ιουστινιανός τους
υποπτεύθηκε ακόμα περισσότερο και τους διέταξε εντονότερα να φύγουν. Έτσι
οδηγήθηκαν στα σπίτια τους και έμειναν εκεί τη νύχτα ήσυχοι .
Την επόμενη µέρα έγινε γνωστό στον λαό ότι οι ανιψιοί του Αναστασίου δεν
ήταν στο παλάτι. Έτσι αφού βρήκαν τον Υπάτιο τον αναγόρευσαν ως αυτοκράτορα
στην αγορά του Κωνσταντίνου. Η γυναίκα του Υπάτιου, η Μαρία, που φημιζόταν για
την σωφροσύνη της προσπάθησε να συγκρατήσει τον άντρα της κλαίγοντας και
παρακαλώντας τον με κάθε τρόπο να μην παρασυρθεί, ισχυριζόμενη ότι οι δήµοι θα
τον οδηγούσαν στο θάνατο. Επειδή όµως τους πίεζε το πλήθος, αναγκάστηκε να τον
αφήσει, κι έτσι ο λαός τον οδήγησε παρά τη θέλησή του στην αγορά του και τον
αναγόρευσε αυτοκράτορα, και επειδή δεν είχαν διάδηµα ή κάτι άλλο από αυτά που
απαιτεί ο νόµος για να του φορέσουν, του έβαλαν ένα χρυσό περιδέραιο στο κεφάλι
και τον αποκάλεσαν αυτοκράτορα των Ρωµαίων .
Στο μεταξύ στο παλάτι έκαναν συμβούλιο οι βουλευτές –όσοι ήταν ακόμα
εκεί- και πολλοί έλεγαν πως έπρεπε ν’ αγωνιστούν στο παλάτι. Τότε πήρε το λόγο
ένας βουλευτής, ο Ωριγένης, και είπε: «Ρωμαίοι, δεν είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε
την παρούσα κατάσταση από πόλεµο. Και ο πόλεμος και η εξουσία είναι τα πιο
σπουδαία ζητήματα για τους ανθρώπους. Και οι σπουδαίες πράξεις δε χρειάζονται
ταχύτητα, αλλά σωστή σκέψη και µμεγάλο κόπο, τα οποία απαιτούν χρόνο. Αν
λοιπόν επιτεθούμε στον εχθρό, θα φέρουμε την κατάσταση στην κόψη του ξυραφιού
και θα διακινδυνέψουμε µμέσα σε µια στιγμή τα πάντα, αφήνοντας τη λύση στην
τύχη, την οποία ή θα υμνήσουμε ή θα κατηγορήσουμε, ανάλογα µε την έκβαση. Γιατί
οι πιο κρίσιμές καταστάσεις συνήθως κρίνονται από την τύχη. Αν μείνουμε τώρα µε
τον Ιουστινιανό στο παλάτι, πιστεύω πως βλέποντας την εξουσία του μέρα µε τη
μέρα να περιορίζεται θα φύγει. Υπάρχουν όμως κι άλλα ανάκτορα, τα Πλακιλλιανά
και της Ελένης, τα οποία έχοντας ως βάση ο αυτοκράτορας θα διεξάγει τον πόλεµο
και θα ασκεί τη διοίκηση πολύ καλύτερα». Αυτά είπε ο Ωριγένης. Κι οι άνθρωποι του
Αυτοκράτορα ήταν σε σκέψη, αν ήταν καλύτερο να μείνουν ή να πάρουν τα πλοία και
να φύγουν. Και λέγονταν πολλά επιχειρήματα υπέρ και των δύο απόψεων .
Τότε μίλησε η Θεοδώρα, η αυτοκράτειρα λέγοντας τα ακόλουθα: «Το ότι μια
γυναίκα δεν κάνει να φαίνεται τολμηρή όταν είναι ανάμεσα σε άντρες ή να φέρεται
απερίσκεπτα ανάμεσα σε διστακτικούς, νομίζω πως καθόλου δεν πρέπει να το
λάβουμε αυτή τη στιγμή υπόψη. Γιατί αυτοί που έχουν φτάσει μπροστά στον πιο
μεγάλο κίνδυνο, το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να σκεφτούν το πιο σωστό.
Για έναν άνθρωπο το να πεθάνει είναι φυσιολογικό, για έναν αυτοκράτορα όμως το
να δραπετεύσει είναι ανεπίτρεπτο. Μακάρι ποτέ να µη γνωρίσω τη μέρα που δε θα
φορώ αυτήν εδώ την πορφύρα και που δε θα µε αποκαλούν δέσποινα όσοι µε
συναντούν. ∆ε θα σωθείς έτσι, βασιλιά µου. Χρήματα έχουμε πολλά και τα πλοία µας
περιμένουν στη θάλασσα. Σκέψου όμως µμήπως ο θάνατος είναι τελικά προτιμότερος
από τέτοια σωτηρία. Εμένα µου αρέσει η παλιά φράση, πως η βασιλεία είναι ωραίο
σάβανο». Αυτά είπε η αυτοκράτειρα και µε τα λόγια της αυτά γέμισαν όλοι µε
θάρρος και δύναμη και σκέφτονταν πώς θα αµυνθούν αν τους επιτίθονταν οι
αντίπαλοι .
Οι στρατιώτες όλοι, και της βασιλικής φρουράς και οι άλλοι, έμεναν
ουδέτεροι, περιμένοντας την έκβαση της σύγκρουσης. Έτσι, μόνη ελπίδα του
Ιουστινιανού απέμειναν ο Βελισάριος και ο Μούνδος. Ο πρώτος είχε μολις
επιστρέψει από τον πόλεμο µε τους Πέρσες, ήταν ικανός και έμπειρος και είχε µμαζί
του πολλούς άντρες. Ο δεύτερος ήταν αρχηγός του σώματος των Ιλλυριών και
βρισκόταν εκεί συμπτωματικά οδηγώντας ένα στρατιωτικό σώμα από βάρβαρους
Ερούλους. Στο μεταξύ ο Υπάτιος, μόλις έφτασε στον ιππόδρομο, ανέβηκε στο
θεωρείο του αυτοκράτορα και έκατσε στο θρόνο του, από όπου συνήθιζε να
παρακολουθεί τους αγώνες .
Ο Μούνδος βγήκε από το παλάτι από μια πύλη, ακολουθώντας ένα διάδρομο
µε κυκλική διαδρομή. Ο Βελισάριος πάλι κατευθυνόταν προς το αυτοκρατορικό
θεωρείο και τον Υπάτιο, και μόλις έφτασε στο κτίριο όπου βρισκόταν η φρουρά,
φώναζε τους στρατιώτες και τους διέταζε ν’ ανοίξουν γρήγορα την πύλη για να
φτάσει στο σφετεριστή. Οι στρατιώτες όμως είχαν αποφασίσει να µην αγωνιστούν
μέχρι να φανεί ξεκάθαρα ποιος θα’ ταν ο νικητής και δεν άνοιγαν. Έτσι, επέστρεψε
στον αυτοκράτορα και του είπε πως δεν ήταν καλή η κατάσταση, γιατί είχε στασιάσει
και η φρουρά του. Τον διέταξε τότε ο αυτοκράτορας να βαδίσει προς τη Χαλκή Πύλη
και τα προπύλαιά της. Έφτασε τελικά στον ιππόδρομο περνώντας µε δυσκολία μέσα
από ερείπια και φλόγες .
Μόλις έφτασε στη Βενέτειο στοά, που βρίσκεται στα δεξιά του θρόνου,
σκέφτηκε να προχωρήσει κατά του Υπάτιου, όμως η στενή πύλη που οδηγούσε εκεί
φυλαγόταν από τους στρατιώτες του και φοβήθηκε μήπως του επιτεθεί σ’ ένα τέτοιο
στενό σημείο ο λαός και εξοντώσει εύκολα και τον ίδιο και τους άντρες του και
βαδίσει µετά προς τον αυτοκράτορα. Τότε σκέφτηκε πως το πλήθος φέρθηκε
ασυλλόγιστα που μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί στον ιππόδρομο και σπρώχνονταν
µμεταξύ τους χωρίς καμία τάξη. Τράβηξε λοιπόν το σπαθί του και, αφού διέταξε τους
στρατιώτες του να κάνουν το ίδιο, όρμησε κραυγάζοντας εναντίον του πλήθους. Ο
λαός, όπως βρίσκονταν άτακτα συγκεντρωμένος, μόλις είδαν να του ρίχνονται άντρες
βαριά οπλισμένοι, φημισμένοι για την ανδρεία τους και εμπειροπόλεμοι και να
χτυπούν µε τα σπαθιά τους χωρίς να λυπούνται κανέναν, τράπηκε σε φυγή .
Καθώς άρχισαν, όπως ήταν φυσικό, να ακούγονται δυνατές κραυγές, ο
Μούνδος, που καθόταν κάπου κοντά και ήταν έτοιμος ν’ αναλάβει δράση (ήταν και
τολμηρός και δραστήριος), αλλά περίμενε την κατάλληλη στιγμή, µμόλις κατάλαβε
ότι ο Βελισάριος ρίχτηκε στη μάχη, μπαίνει αμέσως στον ιππόδρομο από την πύλη
που λέγεται Νεκρά. Έτσι, οι στασιαστές του Υπάτιου χτυπιόνταν και από τις δυο
πλευρές και εξοντώνονταν. Κι όταν η φυγή γενικεύτηκε και είχαν ήδη σκοτωθεί
πολλοί από το πλήθος, Ο Βοραΐδης και ο Ιούστος, ανεψιοί του Ιουστινιανού,
κατέβασαν από το θρόνο τον Υπάτιο, χωρίς να τολμάει κανείς να τους εμποδίσει, τον
έφεραν στον αυτοκράτορα και τον παρέδωσαν μαζί µε τον Ποµπήιο. Και
σκοτώθηκαν περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι από το λαό εκείνη τη µέρα .
Ο Ποµπήιος δάκρυσε, µην έχοντας ξαναδεί τέτοια συφορά. Ο Υπάτιος, αφού
τον κατέκρινε έντονα, του είπε πως δεν έπρεπε να κλαίει γι’ αυτούς που χάνονται
άδικα, γιατί και την εξουσία του την έδωσε µε το ζόρι ο λαός, και δεν πήγε στον
ιππόδρομο για να βλάψει τον αυτοκράτορα. Κι αφού τους σκότωσαν την επόμενη
μέρα και τους δύο οι στρατιώτες, έριξαν τα σώματά τους στη θάλασσα. Κι ο
αυτοκράτορας δήμευσε και τις δικές τους περιουσίες και άλλων βουλευτών που τους
ακολούθησαν. Αργότερα όμως επέστρεψε στα παιδιά τους και το αξίωμά που είχαν
και μερος της περιουσίας τους. Έτσι τέλειωσε η στάση στην Κωνσταντινούπολη. Κι ο
Τριβωνιανός κι ο Ιωάννης ξαναπήραν ύστερα από κάποιο διάστημα τα αξιώματά τους