389
Ὁ ταπεινὸς στὸ φρόνημα καὶ μεγάλος στὴν ἀρετή, θεοπρόβλητος καὶ λαοφίλητος ἐπίσκοπος Εὐρίπου Τιμόθεος ἀποτελεῖ πρότυπο ἀγαθοῦ, ἀνεξίκακου καὶ συγχωρητικοῦ ἡσυχαστῆ. Καυχᾶται γιὰ τὰ σπάργανά του ὁ Κάλαμος τῆς Ἀττικῆς, γιὰ τὴν φιλόθεη ποιμαντορία του ἡ νῆσος τοῦ Εὐρίπου, γιὰ τὸν κτίτορά της ἡ Μονὴ τῆς Πεντέλης, γιὰ τὸν χαρισματικὸ ἡσυχαστή της ἡ Βραυρῶνα καὶ γιὰ τὸν καθαγιαστή της ἡ μικρὴ νῆσος τῆς Κέας. Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως τὰ μέρη ποὺ εἶχαν τὴν εὐλογία τοῦ ὁσιακοῦ ἀπ’αὐτὰ περάσματος τοῦ ἁγίου Τιμοθέου καυχᾶται ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία γιὰ τὸν ποιμένα της, τὸν «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ», τὸν προικισμένο μὲ τὰ προσόντα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἀπαριθμεῖ ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὸν ἀληθῆ ποιμένα, ποὺ ὀφείλει νὰ εἶναι «ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν» (Ἑβρ. ζ΄ 26).
Ὁ ὅσιος Τιμόθεος σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ ἀπευθυνόταν πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Κύριο εἴτε ζητώντας τὴν ἀρωγή Του εἴτε δοξολογώντας Τον γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του ἐφαρμόζοντας τὸ λόγιον: «Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε» (Κολασ. δ΄ 2). Συμπονοῦσε κάθε ἕνα ποὺ εἶχε ἀνάγκη, ἔσπευδε νὰ ἔλθει ἀρωγὸς σὲ ὅλους τοὺς δοκιμαζομένους, μακροθυμοῦσε στὴν κακὴ συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων, ἀνεχόταν τὶς ἀδυναμίες τους καὶ αὐτῶν ἀκόμη ποὺ φέρονταν ἐχθρικὰ ἀπέναντί του καὶ ὅλους τοὺς συγχωροῦσε ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ὁποῖος χαρίσθηκε σὲ μᾶς καὶ μᾶς συγχώρησε τὶς ἀνομίες. Ἐφάρμοζε στὴν πράξη τὴν προτροπή: «Ἐνδύσασθε σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς, ἐάν τις πρός τινα ἔχῃ μομφήν» (Κολασ. γ΄ 12-13).
Ὁ ἀνεξίκακος, αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του καὶ ἐπιεικὴς στοὺς γύρω του ἱεράρχης, κατὰ τὴν ἀποστολικὴ προτροπή, «τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις» (Φιλιπ. δ΄ 5), γεννήθηκε στὸν Κάλαμο τῆς Ἀττικῆς τὸ ἔτος 1510. Χειροτονήθηκε γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο του ἐπίσκοπος Ὠρεῶν τῆς Εὐβοίας καὶ ἀργότερα καταστάθηκε μητροπολίτης Εὐρίπου, ὅπου, σὰν τὸν λύχνο ποὺ τίθεται πάνω στὴ λυχνία, ἔλαμψε μὲ τὶς ἀρετές του ὄχι μόνο σὲ ὅλη τὴν θεόσωστη ἐπαρχία του, ἂλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν ὀρθόδοξη ἑλληνικὴ ἐπικράτεια.
Ἡ παρρησία του, μὲ τὴν ὁποία ἔλεγξε τοὺς ἄπιστους Ἀγαρηνοὺς γιὰ τὴ μετατροπὴ τῶν χριστιανικῶν ναῶν τῆς ἐπαρχίας του σὲ τεμένη, κίνησε τὸ μίσος τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν θηριώδη μανία τους κατέφυγε στὴν Ἀττική, ὅπου μετὰ ἀπὸ τὴν εὕρεση τῆς εἰκόνας τῆς Γλυκοφιλούσας Θεοτόκου στὸ ὄρος τῶν Ἀμώμων ἔκτισε τὴν περίδοξη Μονὴ τῆς Πεντέλης. Ὁ ἡσυχαστὴς ὅμως ἐπίσκοπος ζητοῦσε τὴν ἐρημία καὶ ὁ κόσμος ποὺ ἔτρεχε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν ὁσιότητά του τὸν κούραζε. Ἔτσι, κατέφυγε πρῶτα στὴν ἐρημία τοῦ σπηλαίου τοῦ Γαργητοῦ καὶ ἀργότερα στὸ μικρὸ ἀπόμακρο σπήλαιο τῆς Σκήτης τοῦ ἁγίου Γεωργίου τῆς Βραυρῶνος. Ἐκεῖ σκληραγωγούμενος καὶ προσευχόμενος νύκτα καὶ ἡμέρα ἔφθασε σὲ μέτρα ἀρετῆς ὑψηλὰ καὶ ἀξιώθηκε καὶ θαυματουργικοῦ χαρίσματος. Ἐδῶ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ φανεῖ καὶ ἡ ἀνεξικακία του, ἡ ὁποία καὶ τοῦ σφράγισε τὴν ἐπίγεια ζωή του.
Κάποια ἡμέρα ἄδικοι πειρατὲς ἐπέδραμαν στὴν περιοχὴ καὶ ἅρπαξαν τὸ παιδὶ μιᾶς πλούσιας Ὀθωμανίδας, ἡ ὁποία ὅριζε κτηματικὰ μεγάλο μέρος τῆς Βραυρῶνος. Ἐκείνη στὴν ἀπελπισία της κατέφυγε στὸν μεγάλο ἡσυχαστῆ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν προσευχή του κατόρθωσε νὰ ἐλευθερώσει τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ἄγριων λύκων. Ἀπὸ εὐχαρίστηση τότε ἡ ἄπιστη Ἀγαρηνὴ δώρησε μεγάλη κτηματικὴ περιουσία στὸν ὅσιο Τιμόθεο. Ἡ κίνησή της ὅμως αὐτὴ προκάλεσε τὸν φθόνο τῶν ἄλλων γαιοκτημόνων τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι φοβήθηκαν ὅτι ὁ ἀσκητὴς θὰ ἔπαιρνε καὶ τὰ κτήματά τους, γιὰ νὰ αὐξήσει τὴν περιουσία του. Δὲν γνώριζαν ὅτι ἐκεῖνος ἦταν οὐρανοπολίτης καὶ πιστὸς τηρητὴς τῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐκ ἔχομεν ᾧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπεζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄ 14). Ἔτσι, γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν περιοχή τους καὶ νὰ τοὺς ἀφήσει καὶ τὴν ἔκταση ποὺ ποὺ δώρησε ἡ πλούσια εὐεργέτις του, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ κατέκαυσαν τὴν μικρὴ βάρκα, μὲ τὴν ὁποία αὐτὸς ψάρευε.
Ὁ συγχωρητικὸς ὅσιος Τιμόθεος πικράθηκε βέβαια, ἀλλὰ μακροθυμώντας ἀκολούθησε τὴν φιλοσοφία τοῦ ὁσίου Μαρτινιανοῦ καὶ σιγοψελλίζοντας «φεῦγε καὶ σῴζου» ἐγκατέλειψε τὸ ἀγαπημένο του σπήλαιο καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν παραλία. Ἐκεῖ ἔρριξε τὸ ἀσκητικό του ράσο στὸ νερό, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ και χρησιμοποιώντας το γιὰ βάρκα ἔφυγε γιὰ τὸ νησὶ τῆς Κέας, ὅπου συνέχισε τὴν ἀδιάλειπτη ψυχοτρόφο ἄσκηση μέχρι τὸ εἰρηνικὸ καὶ ὁσιακό του τέλος, τὸ ἔτος 1590.
Ὁ ἀνεξίκακος ἡσυχαστής, ὁ σπηλαιώτης ἀσκητὴς ἐπίσκοπος, ὁ μιμητὴς τῆς συγχωρητικότητος τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, δὲν ἀνταπέδωσε τὸν κακὸ διὰ τοῦ κακοῦ σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν φθόνησαν, ἀλλὰ διὰ τοῦ καλοῦ ἐφαρμόζοντας τὸ Παύλειο «Μὴ νικῷ ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νίκα ἔν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν» (Ῥωμ. ιβ΄ 21), τὸ ὁποῖο ἀγαθὸ στὴν περίπτωσή του ἦταν ἡ θερμὴ συγχωρητικὴ προσευχή του καὶ ἡ ἑκούσια φυγή του, ἀφοῦ ἐφάρμοζε αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἕνας ἄλλος μεγάλος σύγχρονος ἡσυχαστὴς ἔλεγε ἐπιγραμματικά: «Ὠφελοῦ ἢ ὠφέλει ἢ φεῦγε».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ἀσκητὴν ἱεράρχην Εὐρίπου σώσαντα
εὐχαῖς αὐτοῦ διαθέρμοις ἐξ ἁρπαγῆς πειρατῶν
γαιοκτήμονος Βραυρῶνος παῖδα μέλψωμεν
ὡς Μεσογαίας ἀσκητὴν θεοείκελον λαμπρῶς,
Τιμόθεον, ἐκβοῶντες· ἐξ ἕρκους πλάνου ὀδόντων
τοὺς ὑμνηπόλους σου ἐξάρπασον.