Μια σύντομη αποτίμηση των εκλογών της 21ης Μαΐου κάνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, σε άρθρο του στην εφημερίδα “Τα Νέα Σαββατοκύριακο”, ενώ αναφέρεται στο διακύβευμα της δεύτερης κάλπης.
Πρόκειται για την πρώτη δημόσια παρέμβαση του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής.
«Οι δίδυμες βουλευτικές εκλογές του 2023 έχουν την ιδιορρυθμία να εμπεριέχουν διπλό μηχανισμό επαναξιολόγησης. Αυτός συνίσταται στη δυνατότητα που έχει το εκλογικό σώμα στις δεύτερες εκλογές να επιβεβαιώσει ή ενδεχομένως να μεταβάλει έστω οριακά τις επιλογές που έκανε στις πρώτες και επιπλέον να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι οι δεύτερες εκλογές διεξάγονται με άλλο εκλογικό σύστημα που επαυξάνει σημαντικά τον αριθμό των εδρών του πρώτου κόμματος. Αυτοί οι δυο μηχανισμοί συνυπάρχουν για πρώτη φορά τώρα στα σχεδόν πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Οι προηγούμενες πολλαπλές εκλογές, τριπλές το 1989/1990 και διπλές το 2012, είχαν διεξαχθεί χωρίς να μεσολαβήσει αλλαγή του εκλογικού συστήματος», αναφέρει ο Ευάγγελος Βενιζέλος στο άρθρο με με τίτλο “Η δευτεροβάθμια κρίση του εκλογικού σώματος στις 25 Ιουνίου”.
«Η ψήφος της 21ης Μαΐου δόθηκε με τους πολίτες να γνωρίζουν ότι επρόκειτο για την πρώτη από τις δυο φάσεις μιας ουσιαστικά ενιαίας πολιτικής διαδικασίας η οποία παρέχει στο εκλογικό σώμα τη σπάνια ευχέρεια να κάνει μια ενδιάμεση στάθμιση. Ίσως για τον λόγο αυτό οι επιλογές του εκλογικού σώματος στις 21/5 ήταν «επεξεργασμένες» σε βαθμό εντονότερο του συνήθους. Το εκλογικό σώμα αποφάνθηκε για μια δέσμη κρίσιμων ζητημάτων βαθύτερων από την απάντηση στην ερώτηση «ποιος θα κυβερνήσει τα τέσσερα επόμενα χρόνια;». Έδωσε τη σαφή και πανηγυρική νίκη στη Νέα Δημοκρατία λέγοντας ότι προτιμά μια «αυτοδύναμη» μονοκομματική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, δηλαδή μια κυβέρνηση που θα προέκυπτε αν οι εκλογές της 21/5 είχαν διεξαχθεί με το εκλογικό σύστημα των εκλογών της 25/6. Απάντησε ότι υποβιβάζει δραστικά το επίπεδο εκλογικής και κοινοβουλευτικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ αποδοκιμάζοντας, με ασυνήθη σαφήνεια και ένταση, τις επιδόσεις, τις προτάσεις και τις προοπτικές της αξιωματικής αντιπολίτευσης που υπέστη στρατηγική ήττα. Απάντησε ότι αναγνωρίζει στο ΠΑΣΟΚ τη δυνατότητα να διαδραματίσει την επόμενη περίοδο σημαντικό και αυτόνομο πολιτικό και θεσμικό ρόλο ως κόμμα της αντιπολίτευσης, απαλλαγμένο από την πίεση να δηλώσει διαθεσιμότητα συνεργασίας με τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ. Κατέστησε, υπό την έννοια αυτή, νικητή των εκλογών και το ΠΑΣΟΚ. Άφησε, τέλος, εκτός της πρώτης Βουλής, που ήταν «καταδικασμένη» σε άμεση διάλυση, δυο τουλάχιστον κόμματα που πλησίασαν, αλλά δεν συγκέντρωσαν το κρίσιμο ποσοστό του 3% .
Το εκλογικό σώμα δεν έλαβε όμως στις 21/5 την απόφαση ότι δεν απαιτούνται ευρύτερες συναινέσεις που υπερβαίνουν και συμπληρώνουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία μιας «αυτοδύναμης» μονοκομματικής κυβέρνησης. Κατά μείζονα λόγο δεν έλαβε την απόφαση ότι αφήνει την ιστορικά βαρυσήμαντη και οριακή αρμοδιότητα άσκησης της συντακτικής / αναθεωρητικής εξουσίας στα χέρια και τη διάθεση ενός μόνο κόμματος και πρακτικά του αρχηγού του.
Οι αποφάσεις που έλαβε το εκλογικό σώμα στις 21/5 εστιάζονται στα δρώντα συλλογικά πολιτικά υποκείμενα, στα κόμματα και το κομματικό σύστημα, στο ποιος θα κυβερνήσει και στην κατανομή των ρόλων στην αντιπολίτευση. Ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο των πολιτικών που πρέπει να εφαρμοστούν, οι αποφάσεις που έλαβε το εκλογικό σώμα στις 21/5 είναι σημαντικές αλλά δεν είναι ολοκληρωμένες» τονίζει ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
«Το εκλογικό σώμα τάχθηκε με ευρύτατη πλειοψηφία υπέρ της διαφύλαξης μιας επιθυμητής «κανονικότητας», υπέρ της ευρωπαϊκής και γενικότερα δυτικής ταυτότητας και πορείας της χώρας. Δεν βλέπω όμως να έχει αναδειχθεί από τις εκλογές της 21ης Μαΐου μια ολοκληρωμένη εθνική ατζέντα για τα μεγάλα θέματα. Αυτά απουσίαζαν άλλωστε από μια συμβατική προεκλογική αντιπαράθεση, έντονη ως προς το ύφος αλλά αρκετά ανώδυνη ως προς την ουσία. Μια προεκλογική αντιπαράθεση χωρίς καμία ουσιαστική αναφορά σε θέματα όπως τα άμεσα μέτρα προστασίας και αναβάθμισης της ποιότητας των θεσμών, τη δυναμική του δημοσιονομικού πλαισίου και τις προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής που θα τεθούν πιεστικά μετά τις δεύτερες εκλογές. Δεν αναλήφθηκαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις που να οδηγούν με ασφάλεια από την Ελλάδα του 2023 στην Ελλάδα του 2032, χρονιά κατά την οποία λήγει η περίοδος χάριτος για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και άρα πρέπει να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των χρεολυσίων. Ή πολύ περισσότερο που να οδηγούν στην Ελλάδα του 2050, οπότε όλα όσα κυριαρχούν στη διεθνή συζήτηση σε σχέση με την κλιματική κρίση και την τεχνητή νοημοσύνη θα έχουν διασταυρωθεί με αλλεπάλληλες μεταβολές του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων από τις οποίες εξαρτώνται όλα τα περιφερειακά ζητήματα, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το κυπριακό. Το κενό αυτό δεν μπορεί να το καλύψει η παραπομπή στις πολιτικές της ΕΕ, που οφείλει να ακολουθεί ως κράτος μέλος η χώρα μας. Η Ευρώπη βρίσκεται σε προφανή και εντεινόμενη στρατηγική αμηχανία και ξέρει ότι επηρεάζεται καταλυτικά από εξωγενείς εξελίξεις όπως η έκβαση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2024 από τις οποίες ενδέχεται να κριθεί η στρατηγική υπόσταση της Δύσης συνολικά.
Αναμένουμε συνεπώς τώρα τη δευτεροβάθμια κρίση του εκλογικού σώματος που θα εκφραστεί στις 25 Ιουνίου. Τα ερωτήματα που απαντήθηκαν στην πρώτη φάση καθιστούν πιο εύκολο αλλά και απολύτως αναγκαίο να απαντηθούν στη δεύτερη φάση πιο σύνθετα και απαιτητικά ερωτήματα. Όλα ξεκινούν βέβαια από τα ποσοστά των κομμάτων, δηλαδή τον συσχετισμό των εκλογικών και κοινοβουλευτικών δυνάμεων καθώς αυτός προσφέρει τη δημοκρατική νομιμοποίηση προσώπων, κομμάτων και πολιτικών κατευθύνσεων. Η νομιμοποίηση όμως δεν είναι μόνο ένα αριθμητικό ή διαδικαστικό ζήτημα πλειοψηφίας και συγκυρίας, αλλά ένα πολύ πιο σύνθετο ζήτημα ιστορικής ευθύνης που κάθε διορατική πλειοψηφία θα ήθελε να τη μοιραστεί μέσα από τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν ευρύτερες συναινέσεις και μετατρέπουν τις τρέχουσες πολιτικές αποφάσεις σε ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική» προσθέτει ο Ευάγγελος Βενιζέλος.